17.2.07

Από το Δεκέμβρη στη Βάρκιζα (Χατζής)

Κεφάλαιο Δέκατο όγδοο ("Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε του Θανάση Χατζή)

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

Ο μεγάλος Δεκέμβρης του 1944, με τους πρωτοφανέρωτους ηρωισμούς των μαχητών του ΕΛΑΣ και του λαού της πρωτεύουσας και με το αίμα χιλιάδων νεκρών και τραυματιών, γράφτηκε με ανεξίτηλο άλικο χρώμα στην ιστορία της Ελλάδας. Η παλλαϊκή αντίσταση του λαού της Αθήνας και του Πειραιά, ενάντια στην ένοπλη επέμβαση των άγγλων ιμπεριαλιστών είναι η συνέχεια και το κορύφωμα του μεγάλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ελληνικού λαού κατά των χιτλεροφασιστών κατακτητών. 33 ολόκληρες μέρες, μέτωπο και μετόπισθεν, άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, εργάτες, αγρότες, βιοτέχνες, επαγγελματίες, διανοούμενοι, στρατιωτικοί και κληρικοί και άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, αγρότες και αστοί ριζοσπάστες – δημοκράτες, όλοι οι πατριώτες, αγωνίστηκαν με απέραντη πίστη, παλικαριά, αντοχή, αυτοθυσία και με σταθερή θέληση για τη νίκη.
Σ’ όλη τη διάρκεια των μαχών του Δεκέμβρη, μέσα στις γραμμές των αγωνιστών και του λαού δεν υπήρξαν διστακτικοί, αναποφάσιστοι, ταλαντευόμενοι. Δεν υπήρξε ούτε ένας αυτόμολος αξιωματικός ή μαχητής του ΕΛΑΣ. Ούτε ένας δεν πέταξε το όπλο του, δεν λιγοψύχησε, δεν λιποτάκτησε. Ο λαός σύσσωμος, μέχρι την τελευταία στιγμή, στάθηκε στο πλευρό των μαχητών του ΕΛΑΣ. Και όταν διατάχτηκε η αποχώρηση από την πρωτεύουσα, ο λαός ακολούθησε τα τάγματα (παρόλες τις αρνητικές συνέπειες της ομαδικής αυτής εξόδου που θα τις σημειώσουμε).
Το Δεκέμβρη συγκρούονταν ο δημοκρατικός ελληνικός λαός, με τους ιμπεριαλιστές, για την Ανεξαρτησία και τη Λαοκρατία.
Μόνο τέτοιοι μεγάλοι σκοποί δημιουργούν μεγάλους αγώνες, με παλλαϊκή συμμετοχή και παγκόσμια συμπαράσταση.
Το Δεκέμβρη στην Αθήνα αποκαλύφτηκε μια πτυχή του δεύτεροι παγκόσμιου πολέμου με τις «παραξενιές» του, που οι δυτικοί σύμμαχοι στο αντιαξονικό στρατόπεδο κάλυπταν και καλλώπιζαν με «δημικρατισμό»: το απαίσιο τέρας του ιμπεριαλισμού. Η Αθήνα βροντοφώναξε: Η Αγγλία ήταν και παραμένει στραγγαλιστής των ελευθεριών και της ανεξαρτησίας των λαών. Πολέμησε για την επιβολή της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας της, που κινδύνευε από τους Γερμανούς και όχι από το φασισμό. Η Ελλάδα ήταν η χώρα που πρωτοδέχτηκε ο φασισμός συντριπτικά χτυπήματα – γελοιοποίησε τον ιταλικό φασισμό και σύντριψε τον εσωτερικό μοναρχοφασισμό. Και στην Ελλάδα ακριβώς βρικολάκιασε ο φασισμός.
Η Αγγλία ξεσκεπάστηκες. Ξεσηκώθηκε παγκόσμια κατακραυγή. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οξύνθηκε η επαγρύπνηση της αντιφασιστικής προοδευτικής ανθρωπότητας, που με φρίκη διαπίστωνε ότι οι ιμπεριαλιστές, πριν ακόμα στεγνώσει το αίμα και το δάκρυ από τον τρομερό πόλεμο που άνοιξαν οι ίδιοι, με πρωταγωνιστές τους χιτλεροφασίστες, άναψαν μια νέα πολεμική εστία που μπορεί να φουντώσει και να απλωθεί σ’ όλο το κόσμο. Και μόνο αυτή την υπηρεσία αν πρόσφερε το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και ο Ελληνικός Λαός, φτάνει για να πάρει ο Δεκέμβρης το όνομα ο «ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ».

ΑΝΑΚΩΧΗ

Η έξοδος
Η παλλαϊκή εξέγερση του λαού της Αθήνας και του Πειραιά, μπορούσε να φράξει το δρόμο στην ξενική επιβολή και την αναβίωση του φασισμού στην Ελλάδα. Μπορούσε να νικήσει, να συντρίψει την αντεπανάσταση, ντόπια και ξένη, και να εγκαθιδρύσει τη λαοκρατία, που σ’ αυτή την περίοδο, ήταν ιστορική επιταγή και λαϊκό πάθος. Αυτό όμως δεν κατανοήθηκε από την υπεύθυνη ηγεσία του κινήματος.
Η ηγεσία του κινήματος στην αρχή των δεκεμβριανών συγκρούσεων, δεν πήρε την απόφαση να χτυπήσει αμέσως το κέντρο της πόλης της Αθήνας, το Κολωνάκι και το Σύνταγμα, όταν οι δυνάμεις της αντίδρασης και των Άγγλων, ελάχιστες αριθμητικά, θα εξουδετερώνονταν γρήγορα και εύκολα. Στάθηκε ανίκανη να αξιοποιήσει την υπεροχή δυνάμεων και ηθικού που διέθετε και να καταφέρει το αποφασιστικό χτύπημα. Μπορούσε να εξασφαλίσει τη νίκη της λαοκρατικής επανάστασης. Μπερδεμένη στις αντιφάσεις των δύο γραμμών –πολιτική λύση ή ένοπλη επιβολή – δεν έκανε ούτε το ένα, ούτε το άλλο. αντί να καθοδηγεί, σερνόταν πίσω από τις μάζες, και όταν αποφάσισε να επέμβει, πάντα στεκόταν τροχοπέδη στον ηρωικό και γεμάτο αυτοθυσία αγώνα του λαού. Από τη σύγχυση και τις αυταπάτες της ηγεσίας επωφελήθηκε ο εχθρός, εξασφάλισε υπεροχή πολεμικών δυνάμεων και πέτυχε μια σοβαρή νίκη στην πρωτεύουσα. Η νίκη αυτή ήταν απλώς σοβαρή, αλλά όχι και καθοριστική για τις παραπέρα εξελίξεις, ήταν τακτική επιτυχία.
Η διαταγή για τη σύμπτυξη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ έξω από τον χώρο της πρωτεύουσας δόθηκε, όπως είδαμε, από την ΚΕ του ΕΛΑΣ και, σύμφωνα με το ανακοινωθέν της, η στρατιωτική επιτυχία των άγγλων ήταν τακτικής σημασίας, «πύρρεια νίκη» και ο αγώνας θα συνεχιζόταν με μεγαλύτερο ακόμα πάθος, μέχρι την τελική νίκη, του λαού.
Οι διαπιστώσεις και οι διαβεβαιώσεις της υπεύθυνης στρατιωτικής ηγεσίας, ερμηνεύτηκαν από το στρατό του ΕΛΑΣ και τον λαό σαν σταθερή απόφαση της ηγεσίας του λαοκρατικού κινήματος να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα, μέχρι που να πετύχει τους σκοπούς για τους οποίους αγωνίστηκε τέσσερα ολόκληρα χρόνια.
Ο λαός πίστευε στο δίκαιο του αγώνα του και τη νίκη του. Το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ κυριαρχούσε σ’ όλη την Ελλάδα, εκτός από την πρωτεύουσα, όπου οι επιδρομείς είχαν μια πρόσκαιρη στρατιωτική επιτυχία. Κανένας απ’ όσους ζήσανε αυτή την περίοδο στην Ελλάδα, δεν μπορεί να ξεχάσει την χαρακτηριστική εκείνη παρωδία του τραγουδιού που ήταν στα στόματα όλων:
«Μας πήραν την Αθήνα τραλά, λαλά, λαλά!
Μας πήραν την Αθήνα τραλά, λαλά, λαλά!
Μονάχα για ένα μήνα – Κάπα, Κάπα, Έψιλον, Κούκου κούκου Ε!»

Αυταπάτες
Η απάντηση μπορεί να είναι διαφορετική, ανάλογα με τις προσωπικές αντιλήψεις του καθενός. Το ζήτημα είναι άλλο: τι σκεφτόταν και πως θα αντιδρούσε η ηγεσία του λαού.
Μια ηγεσία που σέβεται τον εαυτό της και το κίνημα που καθοδηγεί, είναι υποχρεωμένη να υπολογίζει την ψυχολογία και τις διαθέσεις των μαζών και να καθορίζει την πολιτική της, με οδηγό να δικαιώσει την πίστη και την εμπιστοσύνη που έδειχναν σ’ αυτήν οι μάζες και οι οργανωμένες δυνάμεις του κόμματος και του κινήματος.
Ποιος ήταν ο ρόλος της πολιτικής ηγεσίας και συγκεκριμένα της ηγεσίας του ΚΚΕ, στην απόφαση της σύμπτυξης και κυριολεκτικά της εκκένωσης από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του πληθυσμού της Αθήνας και του Πειραιά και ποια ήταν η προοπτική της; Ήταν στην πραγματικότητα τόσο σταθερή και αποφασιστική η θέση της για συνέχιση του ένοπλου αγώνα, όπως διακηρύχνονταν από τη στρατιωτική ανώτατη ηγεσία του πολέμου;
Όπως είδαμε, στη συνεδρίαση του ΠΓ του ΚΚΕ που έγινε στις 31 του Δεκέμβρη στη Χασιά, πολλά μέλη του –κατά τη Χρύσα Χατζηβασιλείου όλα,- πίστευαν πως θα έπρεπε να επιδιωχτεί κάποια καλύτερη ή και χειρότερη πολιτική λύση, όμως κανένας δεν τολμούσε ανοιχτά και επίσημα, μέσα στη συνεδρίαση του ΠΓ, να εκφράσει την άποψή του, τα κουτσομπόλευαν μεταξύ τους. Άφησαν τα πράγματα να διαμορφώσουν την κατάσταση και αυτοί, σαν «ληξίαρχοι», να καταχωρήσουν τα γεγονότα στο ενεργητικό τους, αν ήταν ευχάριστα, ή φορτώνοντας τα σε τρίτους, αν τα πράγματα πήγαιναν στραβά.
Ακολούθησε η έξοδος από την πρωτεύουσα, η σύγχυση, οι δυσκολίες και τα πρώτα μέτρα, χωρίς να φανεί υπεύθυνα η πολιτική ηγεσία. Μόνο η ΚΕ του ΕΛΑΣ και προσωπικά ο Σιάντος ρύθμιζαν τα ζητήματα και έδιναν κατευθύνσεις.
Είναι και αυτό ακόμα μια απόδειξη ότι η πολιτική ηγεσία όπως και στην αρχή των δεκεμβριανών σύρθηκε πίσω από τις εξεγερμένες μάζες και μπήκε στον πόλεμο χωρίς να ξέρει που, πως και πότε θα τελειώσει, έτσι και στις 4 του Γενάρη, υποχώρησε κάτω από την ισχυρή πίεση του εχθρού, χωρίς να ξέρει ακριβώς που πάει, που θα σταματήσει και τι θα κάνει. Η ίδια η εξέλιξη των γεγονότων, που απλώς θα απαριθμήσουμε, θα μας βοηθήσει να οδηγηθούμε στα παραπάνω συμπεράσματα. Τις πρωινές ώρες, στις 5 του Γενάρη, οι κύριες δυνάμεις του ΕΛΑΣ των δύο πόλεων βγαίνουν προς την Αττικοβοιωτία έχοντας μαζί τους κρατούμενους δοσίλογους για εγκλήματα ή οι οικονομική κλπ συνεργασία με τους καταχτητές και ένα σημαντικό αριθμό ομήρων. Τα τμήματα του ΕΛΑΣ ακολουθούνται από μεγάλη μάζα άοπλων αγωνιστών και πλήθος από γυναικόπαιδα. Οι Άγγλοι ενεργούσαν επιθέσεις με τα αεροπλάνα ενάντια στον ΕΛΑΣ και τους άοπλους. Μια προσπάθεια να ανακόψουν την υποχώρηση, συνάντησε την αποφασιστική αντίσταση του ΕΛΑΣ στο Τατόι και υποχρεώθηκαν οι Βρετανοί που επιτέθηκαν να γυρίσουν στην πόλη.
Η πολιτική ηγεσία αφού ανέθεσε την φροντίδα, για την εγκατάσταση, κάλυψη και διατροφή των αμάχων στις πολιτικές οργανώσεις και τη φύλαξη και φροντίδα για τους κρατούμενους και τους ομήρους στην ΕΠ, έφυγε για τη Λαμία. Την οργάνωση της γραμμής άμυνας ανέλαβε η ΚΕ του ΕΛΑΣ. Αμέσως κάλεσε των καπετάνιο του ΓΣ του ΕΛΑΣ Άρη και τον διευθυντή του ΙΙΙ Γραφείου του ΓΣ του ΕΛΑΣ Θ. Μακρίδη και τοςυ διέταξε να αναλάβουν τη διοίκηση όλου του ΕΛΑΣ, με στρατιωτικό υπεύθυνο το στρατηγό Σαράφη, που βρισκόταν στο δρόμο προς την Αττικοβοιωτία, η ΚΕ του ΕΛΑΣ πρόβλεπε επιχειρήσεις των Άγγλων έξω από την πρωτεύουσα και ζητούσε από το ΓΣ να καλύψει τα στενά της Κάζας και το Μπογιάτι, καθορίζοντας σαν μετωπική γραμμή τις πόρτες της Ελευσίνας – Χασιά – Μπογιάτι.
Στις 7 του Γενάρη ο Σιάντος τηλεγραφούσε στις οργανώσεις:
Μετά 33 ημέρες ηρωικής μάχης και συντριπτικής υπεροχής άγγλων εις αριθμόν και ιδιαιτέρως μοντέρνων πολεμικών μέσων αναγκασθήκαμε εγκαταλείψουμε Αθήνα – Πειραιά. Σύμπτιξις έγινε κανονικά. Τμήματά μας εγκαταστάθηκαν διαβάσεις Πεντέλης – Πάρνηθας – κιθαιρώνα και αντιμετωπίζουν συνεχιζομένας αγγλικάς επιθέσεις. Χαρακτήρας κυβέρνησης Πλαστήρα καθαρά φασιστικός. Κύριος σκοπός της, συντριβή λαϊκού δημοκρατικού κινήματος δια παντός μέσου. Προετοιμάζομε συγκρότηση ιδικής μας κυβέρνησης. Αγών συνεχισθεί μέχρι εξασφάλισης λαϊκής κυριαρχίας, ανεξαρτησίας. Κινητοποιήσατε λαόν κατά φασιστικής κυβέρνησης Πλαστήρα και επέμβασης Άγγλων εσωτερικά Ελλάδας. Εντείνετε κινητοποίησιν και οργάνωσιν όλων δυνάμεων και μέσων ανάγκας διεξαγομένου πολέμου.
7.1.45
Γέρος [Γιώργης Σιάντος]
(«Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ», Ε’ τόμος, σελ. 746).
Την άλλη μέρα, χωρίς να έχουν μεσολαβήσει σοβαρά πολεμικά γεγονότα, εκτός από τους βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς της αγγλικής αεροπορίας και μια επίθεση στη Μάντρα, ο Σιάντος, με νέο τηλεγράφημα, κατατόπιζε τις οργανώσεις περιοχών για την κατάσταση και έδινε οδηγίες για προετοιμασία όλων των στρατιωτικών και πολιτικών δυνάμεων, με προοπτική πολέμου μακρόχρονης διάρκειας. Δεν επαναλάμβανε όμως την απόφαση ή την πρόθεση της ηγεσίας να συγκροτήσει Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας. Αποσιωπήθηκε αυτό το ζήτημα και δεν ξανάγινε λόγος.
Μεταπολεμικά, στις αποφάσεις και τα ντοκουμέντα του ΚΚΕ, δεν γίνεται λόγος για ματαίωση απόφασης να συγκροτηθεί Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση στην Ελεύθερη Ελλάδα, σε αντιστάθμισμα με την κυβέρνηση του κρατιδίου της Αττικής. Διατυπώθηκαν όμως απόψεις από ορισμένα ανώτατα στελέχη εκείνης της εποχής, πως η ιδέα να συγκροτηθεί κυβέρνηση της αντιιμπεριαλιστικής Ελλάδας ήταν προσωπική του Σιάντου και με δική του πρωτοβουλία, χωρίς να ξέρει τίποτα η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, κοινοποιήθηκε στις οργανώσεις. Όταν ασχολήθηκε μ’ αυτό το ζήτημα το ΠΓ του ΚΚΕ, με εισήγηση του Ιωαννίδη απορρίφθηκε η πρόταση του Σιάντου, γιατί μια τέτοια κυβέρνηση θα έκλεινε τις πόρτες για κάθε διαπραγμάτευση! Μερικοί συνδέουν την αντίδραση της πλειοψηφίας του ΠΓ του ΚΚΕ για το σχηματισμό κυβέρνησης στην Ελεύθερη Ελλάδα με τις πληροφορίες που έφεραν οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ από το Βελιγράδι και τη Σόφια, για τις εξαιρετικές δυσκολίες και τους κινδύνους που διέτρεχαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας, από μια ανοιχτή υλική βοήθεια στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το επιχείρημα δεν ευσταθεί γιατί το ΠΓ του ΚΚΕ, από τις 15 Δεκέμβρη που γύρισε ο Π. Ρούσος από το εξωτερικό, ήξερε πως πολύ ελάχιστες δυνατότητες υπήρχαν για άμεση υλική βοήθεια από έξω και ότι θα έπρεπε να καθορίσει την πολιτική και τη δράση του Κόμματος και του κινήματος στηριζόμενο στον υπολογισμό των δικών του αποκλειστικά δυνάμεων.

Πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη
Το πρωί, στις 8 του Γενάρη, στη Λαμία, γίνεται σύσκεψη πολιτικοστρατιωτική, στην οποία πήραν μέρος οι Σιάντος, Ιωαννίδης, Ζεύγος, Άρης, Μακρίδης και ο Διοικητής του Α’ ΣΣ του ΕΛΑΣ Αθήνας. Είχε προηγηθεί ένα επεισόδιο ανάμεσα στην ΚΕ του ΕΛΑΣ και αντιπροσώπους του ΓΣ του ΕΛΑΣ, Άρη και Μακρίδη. Οι δύο τελευταίοι, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση και τη διεύθυνση των επιχειρήσεων, αποφάσισαν να διαλύσουν το Α’ Σ. Αναγνώριζαν πως οι μαχητές της Αθήνας, σαν λαϊκός στρατός πολέμησε σκληρά και απόδειξε την τεράστια υπεροχή του απέναντι στον τακτικό στρατό των αποικιοκρατών και τους πραιτοριανούς τους. Άντεξε, και όταν ακόμα οι απώλειες του σε μαχητές και αξιωματικούς ξεπερνούσαν τα ανώτατα ποσοστά που είχαν σημειωθεί σε πολέμους μεταξύ τακτικών στρατών. Ποσοστά απωλειών ανάλογα είχαν σημειωθεί στις μάχες για την υπεράσπιση της Μόσχας. Η Ανώτατη Διοίκηση του Κόκκινου Στρατού τίμησε με ανώτατα παράσημα τα τμήματα εκείνα, αλλά και τα διέλυσε. Κι αυτό το μέτρο ανταποκρίνεται σε μια στρατιωτική αρχή: Στρατός που σε μακρόχρονη αδιάκοπη πολεμική δράση χάνει το 50% περίπου της δύναμής του, είναι σχεδόν αδύνατο να αναδιοργανωθεί με βάση την υπόλοιπη δύναμή του. Αυτό, κατά τη γνώμη του Άρη και του Μακρίδη, ίσχυε και για τον ΕΛΑΣ της Αθήνας.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε αντίδραση του Α’ ΣΣ. Ο καπετάνιος του σώματος Νέστορας κατέφυγε στο Γραμματέας της ΚΟΑ Μπαρτζώτα και κείνος στους Ιωαννίδη και Σιάντο. Ζήτησε για «λόγους ιστορικούς» να διατηρηθεί το ΣΣ της Αθήνας. Το ίδιο ζζητούσε και ο διοικητής του Α’ ΣΣ από τον στρατηγό Μάντακα. Το ΠΓ υπέδειξε στον Άρη να ακυρωθεί η διαταγή του ΓΣ για διάλυση του Α’ ΣΣ. Ο Άρης μεταβίβασε την εντολή του ΠΓ στον Μακρίδη και του είπε να συντάξει τη διαταγή της ακύρωσης της προηγούμενης διαταγής του. Ακολούθησε σοβαρή αντίδραση του Μακρίδη, που σε μια στιγμή έξαψης είπε στον Άρη: «Νόμιζα πως είσαι πολεμιστής. Αποδείχνεται πως έμεινες ένας πολιτικάντης! Αφού δεν καταλαβαίνεις πως τις διαταγές του στρατηγείου που διευθύνει πολεμικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να τις ματαιώνουν άλλοι για πολιτικές σκοπιμότητες και προσωπικές φιλοδοξίες. Εγώ δεν μπορώ να δεχτών τέτοιες επεμβάσεις και παραιτούμαι από τον ΕΛΑΣ» [Το επεισόδιο αυτό αναφέρεται στην εμπιστευτική έκθεση του Θ. Μακρίδη, που γράφτηκε στα 1945 και βρίσκεται στα αρχεία της ΚΕ του ΚΚΕ].
Στη σύσκεψη στις 8 του Γενάρη, πρώτο εξετάστηκε αυτό το θέμα και αποφασίστηκε να αναβληθεί η εκτέλεση της απόφασης ώσπου να φτάσει και να αναλάβει τη διοίκηση του στρατού του ΕΛΑΣ ο στρατηγός Σαράφης.
Το δεύτερο και κύριο θέμα ήταν τα στρατιωτικά μέτρα και η προοπτική για τις δυνατότητες και το χρόνο αντίστασης του ΕΛΑΣ, για να καθοριστεί και η στάση της πολιτικοστρατιωτικής αντιπροσωπείας, που είχε κληθεί να διαπραγματευτεί με το Σκόμπυ τους όρους της ανακωχής.
Σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση του Μακρίδη, ο Ιωαννίδης του έθεσε το παρακάτω ερώτημα: Προκειμένου να καθορίσουμε τη στάση και τους όρους της αντιπροσωπείας, θα θέλαμε υπεύθυνη γνώμη των στρατιωτικών πόσο καιρό θα μπορούσε να πολεμήσει ο ΕΛΑΣ. Ο Μακρίδης απάντησε: «Δυό χρόνια και του εγγυούμαι με το κεφάλι μου». Πρέπει όμως, να αφεθούν οι στρατιωτικοί και οι καπετάνιοι ανενόχλητοι να διευθύνουν τον πόλεμο, που θα είναι βασικά παρτιζάνικος, σε ευρύτερη κλίμακα από κείνον που έκανε ο ΕΛΑΣ με τους γερμανούς καταχτητές. Και ο Άρης συμφώνησε με τον Μακρίδη, τόσο στη διάρκεια όσο και στη μορφή του πολέμου, λέγοντας πως οι βάσεις εξόρμησης του ΕΛΑΣ θα είναι στην Ελεύθερη, βασικά ορεινή Ελλάδα, «μακριά από ρόδα». Η προσθήκη αυτή του Άρη στάθηκε αργότερα κύριο επιχείρημα για τη συνθηκολόγηση.
Στη συνέχεια προτάθηκαν ο Ζεύγος και ο ταγματάρχης Αθηνέλης να πάνε στην Αθήνα για να διαπραγματευτούν ανακωχή, όσο είναι δυνατόν μεγαλύτερης διάρκειας. Αν επιτευχθεί τέτοια ανακωχή –είπε ο Μακρίδης- ασφαλώς θα είναι επιτυχία του ΕΛΑΣ, γιατί θα δώσει τον απαραίτητο απαιτούμενο χρόνο να αναδιοργανωθούν οι δυνάμεις του, να προετοιμαστούν ολόπλευρα και να αναλάβουν την κατάλληλη στιγμή νέους αγώνες. Ο Ιωαννίδης πρότεινε να προστεθούν στην επιτροπή ο Παρτσαλίδης και ο ταγματάρχης Μακρίδης. Ο Σιάντος αμέσως δέχτηκε την πρόταση του Ιωαννίδη και γυρίζοντας προς τον Μακρίδη είπε: «Μην ετοιμάζεσαι να αρνηθείς. Όσο δυσάρεστο κι αν σου είναι, πρέπει να πας για να πετύχουμε όσο μπορεί καλύτερη ανακωχή, αφού εσύ περισσότερο απ’ όλους μας καταλαβαίνεις πόσο μας είναι αναγκαία».
Ο Μακρίδης δέχτηκε και ρώτησε ποιους όρους θεωρεί η ηγεσία παραδεκτούς. Απάντησε ο Ιωαννίδης: από στρατιωτική άποψη όλους τους όρους του Σκόμπυ μπορούμε να τους δεχτούμε εκτός από τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Επίσης δεν θα δεχτούμε τον όρο ν’ αφήσουμε τους κρατούμενους δοσίλογους και τους ομήρους, μια που κρατούνται όμηροι από τους Άγγλους. Μπορεί όμως να συμφωνηθεί ανταλλαγή αιχμαλώτων.
Η αντιπροσωπεία από τους Ζεύγο, Παρτσαλίδη, ταγματάρχη Μακρίδη και ταγματάρχη Αθηνέλη έφυγε από τη Λαμία το απόγευμα 8 του Γενάρη. Την ίδια μέρα έφτασε και πήρε επαφή με την ηγεσία ο στρατηγός Σαράφης. Ο αρχηγός του ΕΛΑΣ αφού ενημερώθηκε από την ΚΕ του ΕΛΑΣ και τον Άρη για την κατάσταση, συμφώνησε κι αυτός ότι ο πόλεμος μπορεί να συνεχιστεί για πολύ καιρό, με κυριαρχία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στον μεγαλύτερο χώρο της Ελλάδας και ζήτησε να συνεχίσει να εκδίδει διαταγές η ΚΕ του ΕΛΑΣ για λίγες μέρες, μέχρι που να συγκεντρωθεί το επιτελείο του ΓΣ και να αναλάβει τη διεύθυνση του συνόλου των επιχειρήσεων.
Ακόμα, συμφώνησε ο Σαράφης να εκδοθούν διαταγές να καλυφθεί η Λαμία και στην ανάγκη να καταστραφεί η γέφυρα Σπερχειού για να μη μπορέσουν να περάσουν μηχανοκίνητα. Το μέτρο αυτό κρίθηκε αναγκαίο γιατί ύστερα από το σπάσιμο πρώτα στη Μάντρα και μετά στην Κάζα, αγγλικά μηχανοκίνητα έκαναν μια βαθιά διείσδυση προς τη Λιβαδειά. Αλλά με την πρώτη, κάπως σοβαρή, αντίσταση που συνάντησαν, γύρισαν πίσω. Αυτό όμως δεν απέκλειε και άλλες σοβαρότερες τέτοιες απόπειρες.
Απ' όλα τα παραπάνω φαίνεται καθαρά πως, βγαίνοντας από την πρωτεύουσα, η στρατιωτική ηγεσία πίστευε μάλλον πως η υποχώρηση ήταν τακτικό ελιγμός μικρής διάρκειας. Συγκεκριμένα τόσων ημερών όσες χρειάζονταν για την άφιξη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από την Ήπειρο. Η γραμμή αντίστασης του ΕΛΑΣ από τις πόρτες της Ελευσίνας – Χασιά - Μπογιάτι θεωρούνταν ανυπέρβλητη και ότι σύντομα η αντεπίθεση του ΕΛΑΣ θα ανατρέψει του άγγλους και θα τους υποχρεώσει να φύγουν από την Ελλάδα.
Ο προσανατολισμός, προς μια σύντομη αντεπίθεση και ένοπλη επικράτηση, γινόταν κάτω από την επίδραση των μαχών του Δεκέμβρη και του γενικού φρονήματος του ελληνικού λαού, που πίστευε στις δυνάμεις του και τη δυνατότητα να φέρει τη νίκη με τα όπλα. Δεν ήταν όμως μόνο ψυχολογικοί και συναισθηματικοί οι λόγοι που οδήγησαν την υπεύθυνη διοίκηση του ΕΛΑΣ να εισηγηθεί συνέχιση του αγγλοελληνικού πολέμου, με νικηφόρα προοπτική, ή, σε κάθε περίπτωση, με μεγάλης διάρκειας παρτιζάνικο πόλεμο. Τα στοιχεία που διέθετε τότε ήταν επαρκέστατα και οι εκτιμήσεις και προοπτικές που διαγράφονταν για την πορεία του γενικού πολέμου στα μέτωπα, δικαιολογούσαν μια αισιόδοξη προοπτική για το δικό μας κίνημα. Ακόμη, η διοίκηση του ΕΛΑΣ ήταν σοβαρά εξοπλισμένη πολιτικά, και εκτιμούσε σωστά τις διεθνείς επιδράσεις και επιπτώσεις που είχε στις συμμαχικές σχέσεις των τριών μεγάλων δυνάμεων, η συνέχιση των άδικων και άτιμων επιχειρήσεων των άγγλων, ενάντια σ’ ένα μικρό, συνεπή και έντιμο σύμμαχο λαό, που δεν ζητούσε τίποτα περισσότερο από την εφαρμογή των συμμαχικών διακηρύξεων και στη δική του χώρα. Η διοίκηση του ΕΛΑΣ υπενθύμισε στην πολιτική ηγεσία πως ο ίδιος ο Τσόρτσιλ στις δηλώσεις του στους δημοσιογράφους, πριν φύγει απ’ την Αθήνα αναφέρθηκε σε κάποια σύντομη συνάντηση των ηγετών των τριών μεγάλων συμμάχων, που ασφαλώς θα υποχρεώνονταν να αντιμετωπίσουν και το έγκλημα που γινόταν στην Ελλάδα, αν βέβαια οι πολεμικές συγκρούσεις συνεχίζονταν. Ειδικά για το μέτωπο που θα σχηματιζόταν στην Ελλάδα, το ΓΣ του ΕΛΑΣ βεβαίωσε την πολιτική ηγεσία πως, αν η πρώτη γραμμή άμυνας Ελευσίνα – Μπογιάτι – Χασιά δεν εντέξει, ο ΕΛΑΣ θα περάσει στην σταθερότερη γραμμή, με βάση τις Θερμοπύλες και τη Λειβαδιά, ενώ θα έχει ετοιμάσει και τρίτη γραμμή άμυνας.
Παρόλο που η στρατιωτική ηγεσία του ΕΛΑΣ δεν ήξερε αυτά που είναι γνωστά σήμερα από δημοσιεύσεις των τηλεγραφημάτων, που είχαν ανταλλάξει οι Τσόρτσιλ και Αλεξάντερ και που αποκαλύπτουν τις αξεπέραστες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν για να εξοικονομήσουν και να μεταφέρουν δυνάμεις στην Αθήνα, σωστά εκτίμησε την κατάσταση και εισηγήθηκε τη συνέχιση του πολέμου.
Οι εκτιμήσεις και οι αισιόδοξες προοπτικές των στρατιωτικών του ΕΛΑΣ επιβεβαιώνονταν από τις πρώτες κιόλας μέρες, που τα τμήματα καταλάμβαναν τις νέες θέσεις τους. Μετά τη Θήβα, οι άγγλοι επιχείρησαν μια διείσδυση προς Λαμία. Στις Θερμοπύλες χτυπήθηκαν από δυνάμεις του ΕΛΑΣ ανατράπηκαν και, αφήνοντας 32 αιχμαλώτους, ανάμεσά τους 3 αξιωματικούς, πολλά κατεστραμμένα τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και 4 κατάλληλα για κίνηση, γύρισαν πίσω. Και δεύτερη απόπειρα των άγγλων χτυπήθηκε στο δρόμο Μπράλο – Ελευθεροχώρι – Λαμία, και ναυάγησε. Μη μπορώντας να σημειώσουν επιτυχίες στις επιχειρήσεις και έχοντας συνεχείς ενοχλήσεις από τη ΙΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχία στην αττικοβοιωτία και τη Ρούμελη, από την ταξιαρχία ιππικού στη Λοκρίδα, από το 36ο Σύνταγμα στη Λειβαδιά, οι άγγλοι από τις 9 του Γενάρη, περιορίστηκαν σε άγριους βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς των δρόμων και των συγκεντρώσεων των αόπλων προκαλώντας πολλά θύματα. Τα παραπάνω οδήγησαν το στρατηγό Σαράφη στο συμπέρασμα πως: «... ο ΕΛΑΣ ... και έπειτα από την υποχώρηση ... έδειξε πως είχε ακόμα αρκετή δύναμη και ότι ο αγώνας στα βουνά και στην ύπαιθρο με τον ΕΛΑΣ του βουνού θα ήταν ακόμα δυσκολότερος για τους άγγλους και τους κυβερνητικούς Έλληνες». [Σ. Σαράφης «ο ΕΛΑΣ», σελ. 603].

Υπογράφεται ανακωχή
Οι διαπραγματεύσεις για ανακωχή και σταμάτημα των εχθροπραξιών κατέληξαν σε συμφωνία και στις 11 του Γενάρη υπογράφτηκε σχετικό πρακτικό, με χάρτες που καθόριζαν τις θέσεις των στρατιωτικών δυνάμεων των δύο αντιπάλων. Το πρωτόκολλο υπέγραφαν, όπως ήταν επόμενο, και αυτό απόδειχνε αυτόματα ποιες δυνάμεις συγκρούονταν, -ο Ρόνλντ Σκόμπυ, από μέρους του αγγλικού αρχηγείου των δυνάμεων ξηράς και στρατιωτικών υπηρεσιών συνδέσμου στην Ελλάδα και από μέρους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ο Αθηνέλης και ο Τζήμας.
Η κατάπαυση των εχθροπραξιών, σύμφωνα με την ανακωχή, θα άρχιζε τα μεσάνυχτα στις 14 του Γενάρη 1945. Δινόταν προθεσμία στον ΕΛΑΣ μόνο τέσσερις μέρες, δηλαδή ως τα μεσάνυχτα στις 18 του Γενάρη, να συμπτυχθεί στις νέες θέσεις.
Το πρωτόκολλο της ανακωχής δεν περιοριζόταν στον καθορισμό μόνο των θέσεων που αφορούσαν την περιοχή που είχαν γίνει οι συγκρούσεις: Η αντιπροσωπία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ υποχώρησε στις αξιώσεις του άγγλου στρατηγού και παραχώρησε εδαφικές περιφέρειες στην Πελοπόννησο και τα νησιά.
Οι όροι της ανακωχής καθόλου δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις και τις δυνατότητες που είχε η αντιπροσωπεία να πετύχει. Ο ΕΛΑΣ υποχρεωνόταν μέσα σε τέσσερις μόνο μέρες να συμπτύξει τις απλωμένες δυνάμεις του σ’ όλη την Αττικοβοιωτία και Στερεά Ελλάδα, στη γραμμή Ιτέας – Άμφισσας – Λαμίας – Δομοκού – Φαρσάλων, αφήνοντας μια τεράστια περιοχή στους άγγλους. Επίσης στην Πελοπόννησο θα έπρεπε να συμπτυχθούν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ νότια από τη γραμμή Πύργου προς Άργος. Ακόμα υποχρεωνόταν ο ΕΛΑΣ να φύγει από την πόλη της Θεσσαλονίκης μέχρι τα μεσάνυχτα, στις 16 Γενάρη. Με την ανακωχή ρυθμιζόταν και το ζήτημα των αιχμαλώτων, όχι όμως και το ζήτημα των κρατουμένων και των ομήρων. Σύμφωνα με τα όσα έγραψε ο Θ. Μακρίδης, στην έκθεσή του που αναφέραμε, τα πολιτικά μέλη της αντιπροσωπείας Παρτσαλίδης και Ζεύγος καυχιόνταν πως αυτοί, στο πολιτικό μέρος της ανακωχής, σημείωσαν επιτυχία!

Προετοιμασία για πόλεμο μακρόχρονης διάρκειας
Ο ΕΛΑΣ άρχισε εντατικά να εφαρμόζει τους όρους της ανακωχής. Χάρη στην πειθαρχία, την πίστη και την αφοσίωση των μαχητών και αξιωματικών, όλες οι διαταγές εκτελέστηκαν. Όχι μόνο τα τμήματα αποσύρθηκαν στις νέες θέσεις τους αλλά και όλα τα υλικά (πυρομαχικά, τρόφιμα, νομή κλπ) μεταφέρθηκαν στις ζώνες του ΕΛΑΣ. Μεγάλη ήταν η συμβολή, σ’ αυτήν την περίοδο, του ΕΛΑΝ και του πληθυσμού, που διέθεσε όλα τα μέσα και τις δυνάμεις του, παρόλο που ήταν γνωστό πως σε λίγες μέρες θα βρισκόταν κάτω από τη στρατιωτική κατοχή των άγγλων και τις αυθαιρεσίες των ντόπιων οργάνων τους. Κατά το στρατηγό Σαράφη: «Το κατόρθωμα αυτό που φαίνεται αδύνατο για έναν τακτικό στρατό, έγινε από τον ΕΛΑΣ και αποδείχνει όχι μόνο την πειθαρχία και συνοχή, αλλά και την απόλυτη στήριξη του λαού» [Σ. Σαράφης, ό.π. σελ 606].
Παράλληλα με τις φροντίδες για τη συμμόρφωση στους όρους της ανακωχής, το ΓΣ του ΕΛΑΣ δεν απέκλειε να ξαναρχίσουν εχθροπραξίες. Για να μη βρεθεί απροετοίμαστος ο ΕΛΑΣ έδωσε τις υπ’ αριθ. 2 οδηγίες, που ανταποκρίνονταν στις νέες συνθήκες. Ο ΕΛΑΣ δεν θα έκανε πόλεμο μέσα στις πόλεις, όπου χρειάζονται άρματα μηχανοκίνητα και αεροπορία, αλλά στα βουνά και στην ύπαιθρο, με αιφνιδιαστικές επιθέσεις στις συγκοινωνίες, τις κινούμενες φάλαγγες και μεμονωμένες φρουρές και με πολεμικές επιχειρήσεις με τμήματα ελαφρής σύνθεσης και βασικά παρτιζάνικη τακτική. Δηλαδή μια επανάληψη της δράσης εναντίον των χιτλεροφασιστών, σε ευρύτερη ένταση και έκταση. Για έναν τέτοιο πόλεμο ο ΕΛΑΣ είχε δυνατότητες, σε έμψυχο και άψυχο υλικό, τρόφιμα και πυρομαχικά, να ανταποκριθεί με επιτυχία και για πολύ καιρό: κατά τον στρατηγό Σαράφη, για δυο ολόκληρα χρόνια. Συμφωνούσαν και ο επιτελικός Μακρίδης και ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης.
Το ΓΣ του ΕΛΑΣ εγκαταστάθηκε στο Μαυρέλι (Χάσια) και διέθεσε αξιωματικούς της ΚΕ του ΕΛΑΣ και του Α’ ΣΣ σε μονάδες για να τις ενισχύσει. Πολύ σύντομα ο ΕΛΑΣ είχε προετοιμαστεί για έναν πόλεμο μεγάλης διάρκειας.

Το πρόβλημα των προσφύγων
Τον καιρό που η στρατιωτική ηγεσία ακούραστα δούλευε για την προετοιμασία του ΕΛΑΣ, η πολιτική ηγεσία συγκεντρώνει όλες τις προσπάθειες στην αντιμετώπιση του προβλήματος της περίθαλψης των δεκάδων χιλιάδων προσφύγων, που ακολούθησαν τον ΕΛΣ στη αποχώρηση από την Αθήνα και τον Πειραιά και από τις περιοχές που εγκατέλειψε ο ΕΛΑΣ, σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής.
Την όλη φροντίδα ανέλαβαν οι οργανώσεις του ΕΑΜ, της ΕΑ και της ΕΠΟΝ. Τα μεταφορικά μέσα δόθηκαν από τον ΕΛΑΣ και άλλα πρόσφεραν εθελοντικά οι κάτοικοι των περιοχών. Πολύ σύντομα όλοι οι πρόσφυγες, οι κρατούμενοι και οι όμηροι είχαν εγκατασταθεί σε διάφορα χωριά και στις πόλεις, οργανώθηκαν συσσίτια βασικά από τα αποθέματα της ΕΤΑ και από προσφορές των χωρικών. Οι έρανοι και η συγκέντρωση δεμάτων που άρχισε από τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, σ’ όλη την Ελλάδα, για την ενίσχυση του αγωνιζόμενου λαού της πρωτεύουσας, συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ένταση για τη συμπαράσταση στους πρόσφυγες. Ποτέ άλλοτε, ούτε κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ούτε στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος δεν είχε εκδηλωθεί σε τέτοιο βαθμό η εθνική αλληλεγγύη του λαού και ιδιαίτερα του Θεσσαλικού που κράτησε το κύριο βάρος. Στη Θεσσαλονίκη και σ’ όλη τη Μακεδονία το σύνθημα «δέμα για τον μαχητή της Αθήνας», μετατράπηκε σε «δέμα για τον πρόσφυγα συναγωνιστή». Η Εθνική Αλληλεγγύη συγκέντρωσε και έστειλε στους πρόσφυγες πάνω από 50.000 δέματα με τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα και διάφορα άλλα πράγματα. Το Κεντρικό Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτροπών Θεσσαλονίκης έστειλε μεγάλες ποσότητες φάρμακα, από τα αποθέματα που είχε για τα Λαϊκά Ιατρεία, 2.000 κουβέρτες και πρόσκληση να έρθουν στη Θεσσαλονίκη 2.000 προσφυγικές οικογένειες, που τη φροντίδα τους θα αναλάβει ο λαός της πόλης.
Αν και όλο αυτό το ρεύμα των προσφύγων κινήθηκε κάτω από την εχθρική πίεση, τους βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς από τα αγγλικά αεροπλάνα και μέσα σε άγριο χειμώνα, δεν σημειώθηκαν θάνατοι και επιδημίες, που συνήθως εκδηλώνονται μετά από βίαιες και έκτακτες μετακινήσεις και συγκεντρώσεις σε ορισμένους χώρους μεγάλης μάζας ανθρώπων. Η υγειονομική υπηρεσία του ΕΛΑΣ και οι αγωνιστές γιατροί που ακολούθησαν τον ΕΛΑΣ δούλεψαν ακούραστα και με αυτοθυσία. Η ίδια φροντίδα, τόσο από άποψη διατροφής, όσο και γενικής περίθαλψης, δόθηκε και στους κρατούμενους και όμηρους και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, η εγκατάστασή τους στα σχολεία, με διάθεση κλινοσκεπασμάτων και στρωμάτων από τον ΕΛΑΣ, ήταν πολύ καλύτερη από την εγκατάσταση των προσφύγων.
Σ’ όλη τη διάρκεια της προσφυγιάς ούτε ο Ερυθρός Σταυρός, ούτε και οι βρετανικές υπηρεσίες βοήθειας στην Ελλάδα, που διαχειρίζονταν και τη βοήθεια που έστελναν οι αμερικανοί, δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον, παρόλες τις αναφορές και εκκλήσεις της ΚΕ του ΕΑΜ.
Με την παρεμβολή των εμποδίων στην έναρξη διαπραγματεύσεων για ειρήνευση, από μέρους του Σκόμπυ, η ηγεσία του κινήματος άρχισε να αμφιβάλει για τις προθέσεις των άγγλων και της αντίδρασης μετά την ανακωχή να επακολουθήσει πολιτική λύση και οριστικός τερματισμός των εχθροπραξιών. Μπροστά στην πιθανότητα να ζητήσουν οι άγγλοι την χωρίς όρους συνθηκολόγηση μόλις πάρουν μεγαλύτερες ενισχύσεις, τόσο η πολιτική ηγεσία, όσο και το ΓΣ του ΕΛΑΣ άρχισαν να βλέπουν τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργούσαν οι πρόσφυγες. Τα αποθέματα της ΕΤΑ, που θα μπορούσαν να διατηρήσουν τον ΕΛΑΣ ίσως και μέχρι τη σοδειά του άλλου χρόνου, θα εξαντλούνταν γρήγορα και τα νοσοκομεία θα έπρεπε να αναπτυχθούν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το προσφυγικό ζήτημα είχε σοβαρή αρνητική επίδραση στην πολιτική ηγεσία και την εμπόδισε να δει ψύχραιμα και ρεαλιστικά την κατάσταση. Αυτό φαίνεται και από τις πρακτικές της εκδηλώσεις.

Ανταλλαγή αιχμαλώτων
Στο Γουδί, σ’ ένα στρατόπεδο, οι Άγγλοι είχαν κλείσει μαζί με τους 600 ελασίτες άλλους 2.000 πολίτες, ανάμεσα στους οποίους 500 παιδιά από 13 ως 15 χρονών. Στο Χασάνι κλείστηκαν ανάπηροι του αλβανικού πολέμου και μαχητές του ΕΛΑΣ, μαζί με Γερμανούς που νοσηλεύονταν, τραυματίες, φυματικούς, τρελούς, με κοινές γυναίκες, παιδιά 13 χρονών και διάφορα άλλα κακοποιά στοιχεία. Όλοι σχεδόν οι ελασίτες είχαν βασανιστεί απάνθρωπα, οι δε συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ΕΠ 597/27-1-45 έκθεση του αξιωματικού του ΓΣ του ΕΛΑΣ, που στάλθηκε για παραλαβή των αιχμαλώτων, ήταν άθλιες και απάνθρωπες. Επικεφαλής του στρατοπέδου είχε τοποθετηθεί ο αρχιεγκληματίας της κατοχής Μόρφης.
Το ΓΣ του ΕΛΑΣ του αιχμαλώτους και κρατούμενους που είχε από τις μάχες με τον Ζέρβα, τους είχε από τότε αφήσει ελεύθερους εκτός από ελάχιστο αριθμό αξιωματικών και άλλων που βαρύνονταν για εγκληματικές πράξεις. Σε εκτέλεση της ανακωχής, ο ΕΛΑΣ παρέδωσε 1.100 Άγγλους αξιωματικούς και στρατιώτες αιχμαλώτους και σ’ αντάλλαγμα πήρε 1.000 από τους οποίους μόνο 700 ήσαν μαχητές του ΕΛΑΣ. Οι 300 ήσαν πολίτες και ανάμεσά τους ένας γέρος 72 χρονών, ένας τρελός και μερικά παιδάκια. Τους Έλληνες αιχμαλώτους αξιωματικούς, χωροφύλακες κλπ, ο ΕΛΑΣ τους παρέδωσε μέσω του Ερυθρού Σταυρού, πριν πάρει για αντάλλαγμα αιχμαλώτους που κρατούνταν στην Αθήνα. Οι άγγλοι και στο ζήτημα της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων παραβίαζαν την ανακωχή. Η ηγεσία με υπομνήματα κατάγγελνε τις συγκεκριμένες πράξεις των Άγγλων και ζητούσε την άμεση επέμβαση και βοήθεια των συμμάχων και τη συμπαράσταση της διεθνούς προοδευτικής ανθρωπότητας.

Ωμότητες και τυμβωρυχία
Στην Αθήνα και στον Πειραιά ο λαός ζούσε μέρες βάρβαρης στρατιωτικής κατοχής, με πλήρη ασυδοσία του Σκόμπυ, του «στρατηγού με αποικιοκρατική ψυχολογία» όπως τον χαρακτήρισε ο αρχηγός της Σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα, αντισυνταγματάρχης Γρηγόρ Ποπώφ. Οι άγγλοι και οι ντόπιοι αντιδραστικοί είχαν ανοίξει μια ανήθικη συκοφαντική καμπάνια εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για δήθεν εγκλήματα στη διάρκεια των μαχών του Δεκέμβρη, για αδιάκριτη εξόντωση χιλιάδων αθώων «εθνικοφρόνων» πολιτών. Αναγγέλλονταν «ανακαλύψεις» ομαδικών τάφων κατακρεουργημένων ανθρώπων, παραμορφωμένων, ακρωτηριασμένων, με κομμένα αυτιά και μύτες, βγαλμένα μάτια και ανοικτές κοιλιές. Καθημερινά στο δουλικό τύπο της Αθήνας δημοσιεύονταν φωτογραφίες από σωρούς πτωμάτων. Καλούνταν ξένοι δημοσιογράφοι και με τη βία συγκέντρωναν το λαό από τις συνοικίες και τον οδηγούσαν μπροστά στους ανοιχτούς τάφους να δουν τα εγκλήματα που οι ίδιοι, με τους μακελάρηδες χίτες, εδεσίτες, παλιούς γερμανοτσολιάδες και πραιτοριανούς είχαν διαπράξει και προσπαθούσαν να τα παρουσιάσουν σαν έργα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Βέβαια ο λαός της πρωτεύουσας, που έζησε τα γεγονότα, δεν μπορούσε να εξαπατηθεί. Δεν ήταν όμως το ίδιο με το κοινό του εξωτερικού, που στον επηρεασμό του κυρίως απέβλεπαν.
Παράλληλα με τις γνωστές μεθόδους εγκληματικών δολοφονιών και τυμβωρυχιών, που συχνά χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί φασίστες, οι άγγλοι έκαναν μεγάλο θόρυβο γύρω από τη μεταφορά από τον ΕΛΑΣ, όταν έφευγε από την πρωτεύουσα, ενός αριθμού κρατούμενων δοσίλογων για εγκλήματα και συνεργασία με τους καταχτητές και ενός μικρού αριθμού ομήρων. Με τις συκοφαντίες ήθελαν να καλύψουν το δικό τους ανθρωπομάζωμα και το κλείσιμο χιλιάδων άοπλων πατριωτών και αγωνιστών σε στρατόπεδα μέσα στην Ελλάδα και στην Αφρική.
Η ΚΕ του ΕΑΜ με σειρά από ανακοινωθέντα, υπομνήματα και καταγγελίες, και με συγκεκριμένα στοιχεία, απεκάλυπτε τους πραγματικούς εγκληματίες και τους σκοπούς που επεδίωκαν. Στις 30 του Γενάρη, με έγγραφό της η ΚΕ του ΕΑΜ διαμαρτυρόταν στον πρόεδρο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού για τους 8.000 κρατούμενους που μεταφέρθηκαν στην Αφρική. Επίσης και για τους 16.500 που είχαν πιαστεί στη Μέση Ανατολή και κλείστηκαν στα στρατόπεδα και τις φυλακές. Ζητούσε όλοι οι κρατούμενοι στην Αφρική, μαζί με τους 25.000 πρόσφυγες να απελευθερωθούν και να επαναπατριστούν. Το ίδιο ζητούσε και για τις αρκετές χιλιάδες πολιτικών κρατουμένων στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Η καμπάνια για εγκλήματα, ομαδικούς τάφους και ομηρία, επηρέασαν μια ορισμένη μερίδα μικροαστών και διανοούμενων. Ακόμα και μέσα στον κόσμο του ΕΑΜ δημιούργησαν ένα πνεύμα ενοχής.
Δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως μέσα στον αριθμό των εγκληματιών που πιάστηκαν ή ταλαιπωρήθηκαν υπήρξε και ένας αριθμός ανεύθυνων αντιπάλων του λαοκρατικού κινήματος, ακόμα και αθώων. Γενικά όμως, οι εκτροπές ήταν αναπόφευκτο φαινόμενο της ίδιας της επανάστασης. Δεν υπήρξε επανάσταση, σ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας που να μη βάφτηκε με ποταμούς αιμάτων. Σε ποια από τις κατεχόμενες χώρες, δεν τιμωρήθηκαν παραδειγματικά οι εθνοπροδότες συνεργάτες των καταχτητών και δεν εξοντώθηκαν τα εξοπλισμένα από αυτούς τμήματα; Ποιο επαναστατικό κίνημα στην τρομοκρατία του εχθρού δεν απάντησε με τη δική του αποφασιστική λαϊκή αυτοάμυνα; Μήπως η κράτηση των εγκληματιών πολέμου και η τιμωρία τους δεν αποτελούσε εθνική επιταγή και καθήκον, και ιδιαίτερα τη στιγμή που, αν αφήνονταν ελεύθεροι, αμέσως θα εξοπλίζονταν ξανά από τους νέους καταχτητές για να ριχτούν λυσσασμένα, με εκδικητική μανία, ενάντια στο λαό; Και το πιάσιμο ομήρων που έγινε υποχρεωτικό για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ σαν μέτρο στοιχειώδικης αυτοάμυνας του λαού, για να φρενάρει το απάνθρωπο ανθρωπομάζεμα, με τις ασύδοτες εκτελέσεις και απαγωγές στην Αφρική, δεν ήταν πράξη επιβεβλημένη και ηθικά δικαιολογημένη;
Είναι έξω από κάθε λογική το επιχείρημα μερικών πως μια που το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έκανε αντίσταση κατά της αγγλικής επέμβασης δεν χρειαζόταν η ομηρία. Αντίσταση, πριν απ’ όλα, σημαίνει πάλη για ζωή ή θάνατο. Αγωνιζόμαστε εναντίον της επέμβασης των άγγλων, για να ματαιώσουμε τη νέα κατοχή και τον εξανδραποδισμό της Ελλάδας, για την ανεξαρτησία της. Αυτό το θέλουμε ή δεν το θέλουμε είναι επανάσταση και επανάσταση σημαίνει πάλη για την εξουσία στο κράτος. Ο μεγαλύτερος και πραγματικός ουμανισμός είναι εκείνος που εξουδετερώνει τους αντεπαναστάτες εγκληματίες, για να σώσει όλο το λαό μιας χώρας. Θα ήταν έγκλημα ασυγχώρητο το εθνολαϊκό επαναστατικό κίνημα να περιοριζόταν μόνο στην αντιπαράθεση των ενόπλων δυνάμεων του σε κατά μέτωπο πάλη με τον επιδρομέα και να αφήνει ανυπεράσπιστο το λαό και εκτεθειμένη την επανάσταση στις ασύδοτες, βάρβαρες και απάνθρωπες επιθέσεις των ξένων και των απόβλητων από τον εθνικό κορμό εγκληματικών στοιχείων.
Ο Γκόρκι, στις αναμνήσεις του για το Λένιν, έγραψε τα παρακάτω: «Συχνά μου τύχαινε να μιλώ με το Λένιν για τη σκληρότητα της επαναστατικής τακτικής και πράξης.
- Τί θέλετε σεις –έκπληκτος και με θυμό ρωτούσε- Είναι δυνατό να επικρατήσει ανθρωπισμός σε μια τέτοια πρωτοφανέρωτη άγρια συμπλοκή; Πού να υπάρχει θέση ευσπλαχνίας και μεγαλοψυχίας εδώ; Μας μπλοκάρει η Ευρώπη, εμείς στερηθήκαμε από την αναμενόμενη βοήθεια του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, πάνω μας, απ’ όλες τις πλευρές, σαν αρκούδα ορμάει η αντεπανάσταση και μεις –τί λοιπόν; Δεν είμαστε υποχρεωμένοι, δεν έχουμε δικαίωμα να αγωνιστούμε, να αντισταθούμε; Μα, συγχωρείται μας, δεν είμαστε βλάκες. Εμείς ξέρουμε: Κείνο που το θέλουμε εμείς, κανένας δεν μπορεί να το κάνει, εκτός από μας. Είναι δυνατόν άραγε να σας διαφεύγει, ότι, αν εγώ είχα πειστεί για το αντίθετο, θα καθόμουνα εδώ; -Με ποιο μέτρο μετράτε σεις την ποσότητα των απαραίτητων ή των περίσσιων χτυπημάτων στη σύγκρουση; - με ρώτησε αυτός μια φορά ύστερα από μια φλογερή συζήτηση. Σ’ αυτό το απλό ερώτημα μπόρεσα να απαντήσω μόνο με λυρισμό. Νομίζω, ότι άλλη απάντηση από το όχι, δεν υπάρχει».
Πιστεύω τα λόγια αυτά του Μ. Γκόρκι να είναι διαφωτιστικά και για το δικό μας ζήτημα.

Η αντίδραση της ηγεσίας του ΕΑΜ
Στις 15 του Γενάρη η ΚΕ του ΕΑΜ έστειλε στις κυβερνήσεις των τριών μεγάλων συμμάχων και τη δημοκρατική κυβέρνηση της Γαλλίας μια έκκληση και μια δεύτερη στη Βουλή των Κοινοτήτων και στη Βουλή των Λόρδων της Μεγάλης Βρετανίας, στο Εθνικό Συμβούλιο της Γαλλίας, στο Κογκρέσο των ΗΠΑ και στο Ανώτατο Σοβιέτ, στα προεδρεία των κομμάτων και οργανώσεων των συμμαχικών χωρών.
Στο τηλεγράφημα προς τις συμμαχικές κυβερνήσεις η ΚΕ του ΕΑΜ για μια ακόμα φορά κατάγγελνε την ένοπλη στρατιωτική επέμβαση των άγγλων και ανάφερε το ιστορικό της αδιαλλαξίας του Σκόμπυ και του ίδιου του Πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας, που επισκέφτηκε Αθήνα, με επακόλουθο το τρομοκρατικό όργιο που εξαπολύθηκε και συνεχίστηκε και μετά από την υπογραφή της ανακωχής, πράγμα που δικαιολογεί τις ανησυχίες για κίνδυνο να ματαιωθεί η ειρήνευση. Παρακαλούσε να σταλεί διασυμμαχική επιτροπή στην Ελλάδα, για να θέσει τέρμα στις βρετανικές επεμβάσεις και να αποδοθούν τα δικαιώματα στον ελληνικό λαό, σύμφωνα με τις διακηρύξεις των συμμάχων και τη συμφωνία της Τεχεράνης.
Στο δεύτερο τηλεγράφημα προς τα ανώτατα σώματα και τα κόμματα και οργανώσεις των συμμαχικών χωρών, η ΚΕ του ΕΑΜ ζητούσε την ενεργητική συμπαράστασή τους στον ελληνικό λαό, που διέτρεχε τον κίνδυνο να ξαναπέσει κάτω από μια νέα φασιστική τυραννία, χάρη στη βρετανική στρατιωτική επέμβαση. Η ΚΕ του ΕΑΜ παρακαλούσε να ασκήσουν την επιρροή τους στις κυβερνήσεις τους για να σταλεί διασυμμαχική επιτροπή στην Ελλάδα, ώστε να τεθεί τέρμα στη στρατιωτική επέμβαση και να μπει η χώρα στον ομαλό πολιτικό βίο.
Από τις παραπάνω δύο εκκλήσεις φαίνεται καθαρά πως οι συνεχιζόμενες και μετά την ανακωχή αγγλικές επιθέσεις, η μεγάλη συκοφαντική εκστρατεία και η συστηματική αναβολή πολιτικών διαπραγματεύσεων, επέδρασαν αρνητικά στην εαμική ηγεσία. Άρχισαν να επικρατούν μετριοπαθέστερες αντιλήψεις και έμμεσα να απορρίπτονται οι γνώμες των στρατιωτικών για δυνατότητα συνέχισης του πολέμου με τους άγγλους. Σοβαρή επίδραση για την αλλαγή προσανατολισμού της ΚΕ του ΕΑΜ είχε αναμφισβήτητα η παρουσία μεγάλου όγκου γυμνών, ξυπόλητων και εξαντλημένων προσφύγων και σημαντικού αριθμού κρατουμένων και ομήρων. Η διατροφή και η εγκατάσταση σε κατάλληλους χώρους, μέσα στις δύσκολες συνθήκες του εξαιρετικά σφοδρού χειμώνα κείνης της χρονιάς, ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα που πίεζε καταθλιπτικά και δεν υπήρχε άλλη λύση από τη γρήγορη επιστροφή τους στην πρωτεύουσα. Έτσι η αθρόα και μαζική έξοδος από τις δυό μεγαλουπόλεις, που δεν είχε προσεχτεί έγκαιρα, εξελισσόταν σε σοβαρό πολιτικό λάθος.
Είχε δίκιο ο Σαράφης που έγραψε στο βιβλίο του, σελ. 610: «Η ΚΕ του ΕΑΜ απέβλεψε περισσότερο στην πολιτική άποψη και όχι στη στρατιωτική δύναμη. Είχε πάντα υπόψη της ότι εξακολουθούσε ο πόλεμος με τον Χίτλερ και ότι αυτή η σύγκρουση που μας επέβαλε η αντιδραστική πολιτική του Τσόρτσιλ, με τη βοήθεια των ελλήνων συνεργατών του, έπρεπε να σταματήσει με μια συμφωνία ισότιμη που θα εξασφάλιζε τη δημοκρατική εξέλιξη και ανοικοδόμηση της χώρας. Ακόμα η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ υπολόγιζε τη δυστυχία του ελληνικού λαού που θα παρατεινόταν και θα μεγάλωνε αν ξανάρχιζε ο πόλεμος, ενώ ήταν πολύ εξαντλημένος και είχε ανάγκη από άμεση βοήθεια. Έτσι πήρε την απόφαση να επιδιώξει συμφωνία ...».
Η ηγεσία είχε χάσει την επαναστατική προοπτική και είχε κυριευτεί από τον οπορτουνισμό σε τέτοιο βαθμό, που δεν έβλεπε πως ισότιμη συμφωνία δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να γίνει. Συμφωνία που θα μπορούσε ίσως να εξασφαλίσει κάποιο ανεκτό για το λαό μίνιμουμ συνθηκών ζωής, θα μπορούσε να επιδιωχτεί μόνο με την εγγύηση και τη θετική δράση των τριών μεγάλων συμμάχων και όχι μόνο και αποκλειστικά με την Αγγλία. Και θα κάναμε αναπόφευκτη ίσως του ενδιαφέροντος τους και της Γαλλίας, αν συνεχίζαμε αποφασιστικά, και χωρίς άσκοπες συζητήσεις με τους άγγλους και την αντίδραση, τον πόλεμο και σε σκληρές μάχες μας έβρισκε η καθορισμένη και γνωστή για τη σύγκλησή της σε σύντομο χρονικό διάστημα συνάντηση της Γιάλτας.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΥΛΑ ΣΤΗ ΧΑΡΥΒΔΗ

Τα ΚΚ της Βαλκανικής και τα Δεκεμβριανά
Όταν άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις στην Αθήνα, ο Αντρέας Τζήμας, αντιπρόσωπος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο στρατηγείο του Λαϊκού Στρατού της Γιουγκοσλαβίας, γύρισε στην Ελλάδα για να μεταφέρει στην ηγεσία του κινήματος τις προθέσεις και διαθέσεις του Στρατάρχη Τίτο. Στο πέρασμά του από τη Θεσσαλονίκη βρέθηκε μπροστά σε μια τεράστια συγκέντρωση του λαού, στην πλατεία του εργατικού κέντρου. Χωρίς να πάρει επαφή και να συμβουλευτεί την καθοδήγηση της Μακεδονίας, ανέβηκε στο βήμα και, μέσα σε απερίγραπτο ενθουσιασμό. Βεβαίωσε πως τέσσερις μεραρχίες του Λαϊκού Στρατού του Τίτο είναι έτοιμες να πολεμήσουν δίπλα στον ΕΛΑΣ.
Η καθοδήγηση της Μακεδονίας, που είχε κιόλας αντίθετες πληροφορίες για τον σκοπό που πραγματικά βρισκόταν, κείνες τις μέρες, σοβαρές στρατιωτικές δυνάμεις της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας στις παραμεθόριες περιοχές, έκρινε πως η δήλωση του Τζήμα ήταν ανεύθυνη και η ανακοίνωση της σε ανοικτή λαϊκή συγκέντρωση, στην πρωτεύουσα της ευαίσθητης περιοχής της Μακεδονίας, ήταν επιζήμια. Έκανε αυστηρή παρατήρηση στον Τζήμα και αμέσως του εξασφάλισε μεταφορικό μέσο για την Αθήνα.
Το ΠΓ του ΚΚΕ, που άκουσε την έκθεση Τζήμα, τη χαρακτήρισε επιπόλαιη και συναισθηματική. Ο Τζήμας δεν είχε καμιά υπεύθυνη δήλωση του Τίτο ή άλλου ανώτατου στελέχους και αποφάσισε μόνος του να γυρίσει στην Ελλάδα, χωρίς να ενημερώσει την καθοδήγηση του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας. Δεν επέτρεψε στον Τζήμα να γυρίσει στο Βελιγράδι και έτσι κόπηκε κάθε απευθείας επαφή με τον Τίτο. Ενημερωνόταν ο Τίτο από τη Σόφια, μέσω του Αντρέα Βαβούδη, όπως φαίνεται από τα τηλεγραφήματα, που έχουν δημοσιευτεί στον Πέμπτο Τόμο των επίσημων κειμένων του ΚΚΕ και πολλά παραθέσαμε στο βιβλίο μας.
Από τις 5 του Δεκέμβρη ο Σιάντος με ραδιοτηλεγραφήματα ενημέρωνε τις ηγεσίες Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας για τις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. Στις 16/12/44 διαβεβαίωνε πως «Λαϊκός Στρατός και λαός αποφασισμένοι να συνεχίσουν αγώνα μέχρις εσχάτων».
Στις 19/12/44 το ΠΓ στέλνει στο Βαβούδη δυο ραδιοτηλεγραφήματα. Με το πρώτο ζητούσε να αφαιρέσει η βουλγαρική κυβέρνηση κάθε πρόσχημα από τον ελληνικό φασισμό και τους άγγλους, να εμφανίζονται υπερασπιστές της Μακεδονίας που δήθεν απειλείται από τους Βούλγαρους.
Με ραδιοτηλεγραφήματα, στις 1/1/45, προς Σπυριδ(όνωφ), η ΚΕ του ΚΚΕ ευχαριστούσε το ΚΚΒ για τις ευχές (επέτειο ίδρυσης του ΚΚΕ) που τις θεωρούσε «... πολύτιμη αδερφική ενίσχυση σκληρού απελευθερωτικού αγώνα μας», και δήλωνε πως θα «... συνεχιστεί αποφασιστικά μέχρις ολοκληρωτικής συντριβής φασισμού, κατοχύρωσης ανεξαρτησίας χώρας μας, λαϊκής κυριαρχίας και αδερφικής συμβίωσης λαών Βαλκανικής ...».
Στις 15/1/45 προς Παππούν Σόφιαν (Δημητρώφ) με ραδιοτηλεγράφημα ο Σιάντος κάνει γνωστό πως: «Προ αδυνάτου αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπο ισχυράς θωρακισμένας αγγλικάς δυνάμεις μετατοπίσαμε ανταρτοπόλεμο.
Προωθήσεις άγγλων συγκρατήθηκαν Θερμοπύλας, Καλλίδρομο και στενά Παρνασσού δια καταστροφών οδών και ενεργητικής άμυνας. Οδικές αρτηρίες άγγλων βάλλονται καθ’ όλο μήκος.
Λόγω εξαντλήσεως μαχομένων τμημάτων και καθυστέρησης αφίξεως εφεδρειών αναγκασθήκαμε υπογράψουμε δυσμενή ανακωχή με σκοπό συγκεντρώσουμε εφεδρείες και πετύχουμε κατά δυνατόν υποφερτήν πολιτικήν λύση.
Ανακωχή υποχρέωσε αποσύρουμε δυνάμεις μας από Αττικήν, Βοιωτίαν, μέρος Φθιώτιδος – Φωκίδος και επαρχιών Βόλου, Φαρσάλων, Δομοκού. Επίσης εγκαταλείψουμε Θεσσαλονίκην μετά περιοχής 30 χιλιομέτρων και βόρειον Πελλοπόνησον από Άργος – Πύργον.
Ελληνική αντίδρασις άκρως αδιάλλακτη χάρη στην ενεργό υποστήριξη της Αγγλίας. Δια τούτο έχουμε απόλυτη ανάγκη ηθικής ενισχύσεως έξωθεν. Ζητούμεν διασυμμαχικήν επιτροπή επιληφθεί λύσιν ελληνικού ζητήματος.
Ηθικόν στρατού μας καλόν. Μεγάλη πλειοψηφία λαού ενεργώς πλευρόν μας. Μα είναι αδύνατο κατανικήσουμε πολυάριθμες θωρακισμένες δυνάμεις και μέσα Άγγλων.
Σιάντος»
[Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ τόμος Ε’ σελ. 323].
Σ’ όλα τα τηλεγραφήματα που έστειλε το ΚΚΕ, από τις αρχές του Δεκέμβρη 1944 ως τις 15 Γενάρη 1945, δεν γίνεται λόγος για αποστολή πολεμικού υλικού ή άλλων υλικών. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η καθοδήγηση του ΚΚΕ πριν και στη διάρκεια των Δεκεμβριανών – όπως είδαμε σε άλλα κεφάλαια του βιβλίου – είχε στείλει στις ηγεσίες των ΚΚ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας ανώτατα στελέχη της και είχε ενημερωθεί για την κατάσταση στις χώρες αυτές και τις ειδικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Η ηγεσία του ΚΚΕ κατανόησε τη σοβαρότητα της θέσης των γειτονικών νεαρών Λαϊκών Δημοκρατιών και παραιτήθηκε από κάθε αξίωση ενεργητικής συμπαράστασης και υλικής βοήθειας.
Παρ’ όλο λοιπόν, που ήξερε η ηγεσία του ΚΚΕ πως δεν θα είχε υλική βοήθεια απ’ έξω, κάτι που έμπρακτα επιβεβαιωνόταν, δε σταμάτησε να τονίζει στα τηλεγραφήματα προς τα κόμματα της Βαλκανικής πως θα συνεχίσει τον πόλεμο ως την ολοκλήρωση της νίκης, χωρίς να σημειωθεί καμιά αντίδραση ή τουλάχιστον συντροφική υπόδειξη από μέρους των αδερφών κομμάτων για κάποια αλλαγή γραμμής δράσης.

Συμβουλή του «Παππού»
Έτσι είχαν τα πράγματα ως τις 15/1/45, όταν από τη Θεσσαλονίκη το ΠΓ του ΚΚΕ στα Τρίκαλα, όπου είχε εγκατασταθεί, έλαβε το παρακάτω τηλεγράφημα από την Σόφια:
«Από Μακεδονίαν,
Σας μεταδίδουμε τηλεγράφημα που στάλθηκε από ... στοπ. Ο Παππούς νομίζει ότι με τη σημερινή διεθνή κατάσταση η ένοπλη ενίσχυση προς τους Έλληνες συντρόφους απέξω γενικά αδύνατη. Βοήθεια από μέρους της Βουλγαρίας ή Γιουγκοσλαβίας η οποία να τους δέσμευε με το μέρος του ΕΛΑΣ εναντίον ενόπλων αγγλικών δυνάμεων, σήμερα λίγο θα βοηθήσει τους Έλληνες συντρόφους ενώ πάρα πολύ θα μπορούσε να βλάψει τη Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία. Όλα αυτά πρέπει να τα υπολογίζουν οι φίλοι μας οι Έλληνες.
Έλληνες και ΕΛΑΣ πρέπει να καθορίσουν τα περαιτέρω βήματά τους, ξεκινώντας από αυτή ακριβώς την κατάσταση, όχι ευνοϊκή γι’ αυτούς. Δεν πρέπει τραβήξουν σχοινί. Αλλά δείξουν εξαιρετική ευλυγισία και ικανότητα χειρισμών για να διατηρήσουν όσον το δυνατόν δυνάμεις τους και να περιμένουν ευνοϊκότερη στιγμή για πραγματοποίηση δημοκρατικού τους προγράμματος. Για ελληνικό κόμμα το σπουδαιότερο είναι να μην επιτρέψει να απομονωθεί από μάζες ελληνικού λαού και από δημοκρατικές ομάδες που ανήκουν στο ΕΑΜ.
Γιατί ΕΑΜ, ΓΣΕΕ και χωριστές προσωπικότητες ηγέτες δεν απευθύνονται επίσημα στα συνδικάτα και εργατικό κόμμα Αγγλίας, στις αμερικάνικες μαζικές οργανώσεις και συνδικάτα και κοινή γνώμη εξωτερικού για να διαφωτίσουν για σκοπούς και χαρακτήρα πάλης τους, για να ξεσκεπάσουν ελληνική αντιδραστική κλίκα και τους καλέσουν ενίσχυσή τους. Αυτό θα ‘πρεπε να κάνουν με όλους τους δυνατούς τρόπους και μέσα ακατάπαυστα στοπ. Πρωτότυπο στείλαμε με σύνδεσμο στοπ. 15 Γενάρη.
Λεωνίδας»(1)

Ο Σιάντος απάντησε την άλλη μέρα με το παρακάτω σύντομο τηλεγράφημα:
«Βαβούδην Σόφιαν
Τηλεγράφημα σας με συμβουλές Παππού ελήφθη. Ευχαριστούμε. Συνεχίσωμεν παλλαϊκό πόλεμο δια ελευθερίαν λαού και ανεξαρτησίαν χώρας μας.
Σιάντος».
Την ίδια μέρα, με νέο τηλεγράφημα ο Σιάντος πληροφορεί τα κόμματα της Βαλκανικής:
«Παππούν Σόφιαν Δημητρώφ,
Δοκιμασθείσαι μονάδες ΕΛΑΣ μάχας Πρωτεύουσας τρεις μεραρχίες και τμήμτα Αθήνς – Πειραιά δυμάμεως περίπου 20.000. Έχουμε ακόμα επτά μεραρχίες άθικτες δυνάμεως 40.000 περίπου. Ηθικόν στρατού μας πολύ καλό.
Στερούμεθα βαρέος οπλισμού, ιδιαιτέρως αντιαρματικού και αντιαεροπορικού. Στερούμεθα εκρηκτικών υλών, ενδυμάτων και υποδήσεως. Είδη διατροφής έχομεν ελάχιστα.
Αγγλικές δυνάμεις 30.000 με ισχυρότατα μέσα πυρός. Εξ αυτών περίπου τρεις μεραρχίες πλήρους συνθέσεως. Εξ αυτών πιθανώς μια μεραρχία θωρακισμένη. Αεροπορία περίπου τέσσαρες μοίρες διώξεως και βομβαρδιστικών. Φασιστική κυβέρνησις Πλαστήρα καλεί 7 ηλικίες εφέδρων αγγλοκρατούμενων περιοχών. Τούτο πιθανόν αποδώσει 70.000 στρατόν με λίγη μαχητικότητα.
16/1/45 Σιάντος».
Όπως βλέπουμε και μ’ αυτό το ενημερωτικό τηλεγράφημά του ο Σιάντος δεν ζητάει υλική βοήθεια. Και αυτό έχει την εξήγησή του.
Τα τηλεγραφήματα αυτά δεν ήταν αναπάντεχα για την ηγεσία του λαοκρατικού κινήματος, γιατί –όπως γράψαμε- είχε ενημερωθεί και είχε έμπρακτες αποδείξεις πως τόσο η Σοβιετική Ένωση, όσο και οι νεαρές λαϊκές Δημοκρατίες της Βαλκανικής δεν μπορούσαν ενεργητικά και αξιόλογα να συμπαρασταθούν στον αγώνα του ελληνικού λαού, που βασικά διεξαγόταν με τους Άγγλους, συμμάχους τους στον γενικό πόλεμο.
Επίσης το δεύτερο σημείο, δηλαδή τη συμβουλή πως οι φίλοι Έλληνες θα πρέπει να καθορίσουν τα περαιτέρω βήματά τους, ξεκινώντας απ’ αυτήν την όχι ευνοϊκή γι’ αυτούς κατάσταση, να μη τραβήξουν το σχοινί, αλλά να δείξουν ευλυγισία και ικανότητες μανουβραρίσματος, δεν εντυπωσίασε την ηγεσία του ΚΚΕ. Ουσιαστικά η ανακωχή και, μετά, οι επίμονες προσπάθειες της ηγεσίας του λαϊκού κινήματος ν’ αρχίσουν όσο μπορεί πιο γρήγορα διαπραγματεύσεις για πολιτική λύση, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ελιγμοί και μανουβραρίσματα. Ακριβώς η τακτική αυτή είχε γίνει βασική κατεύθυνση και αυτό τονιζόταν και στο ραδιοτηλεγράφημα του Σιάντου προς τα αδερφά κόμματα της Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, που είχε σταλεί την ίδια μέρα, λίγο πριν φτάσουν οι συμβουλές του «Παππού».
Κι ένα τρίτο σημείο, που μείωνε σοβαρά το περιεχόμενο του τηλεγραφήματος του «Παππού», ήταν οι περίεργες ερωτήσεις γιατί η ηγεσία των λαϊκών πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν απευθύνεται στις οργανώσεις και την κοινή γνώμη του εξωτερικού για να τους διαφωτίσουν για τους σκοπούς και το χαρακτήρα της πάλης τους και να ξεσκεπάσουν την ελληνική αντίδραση. Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν είχε παραλείψει να ενημερώνει συνεχώς τα αδερφά κόμματα για τις επίμονες προσπάθειες που είχε κάνει προς αυτές τις κατευθύνσεις, από την αρχή ακόμα των Δεκεμβριανών συγκρούσεων.

Νέα όξυνση
Η κατάληψη των θέσεων, που σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής εκκένωνε ο ΕΛΑΣ, γινόταν με εξαιρετική ταχύτητα από μηχανοκίνητα βρετανικά τμήματα. Τα υποδέχονταν αντιδραστικά στοιχεία και κυρίως άνθρωποι που συνεργάζονταν στην κατοχή με τους Γερμανούς. Πίσω από τους Άγγλους φτάνανε τμήματα των πραιτοριανών, που σκορπούσαν τον τρόμο με άγριους ξυλοδαρμούς, εκτελέσεις αγωνιστών και μαζικές συλλήψεις. Πρώτη τους προσπάθεια ήταν να αποκεφαλίσουν τις πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις του λαού και να εγκαταστήσουν «κρατικά» όργανα από αποφασισμένα και δοκιμασμένα αντιλαϊκά στοιχεία. Και τέτοια ήσαν τα στοιχεία που συνεργάστηκαν με τους καταχτητές. Παρ’ όλη την τρομοκρατία ο λαός αντιδρούσε με μαζικές εκδηλώσεις. Τα παρακάτω τηλεγράφημα του Σιάντου είναι πολύ χαρακτηριστικό.
«Παππούν Σόφιαν Τίτο,
Σημερινή αγγλική εκπομπή ομιλεί για δημιουργία νέου ελληνικού στρατού με άγγλους εκπαιδευτές και οπλισμόν αγγλικής οργανικής συνθέσεως. Επίσης ελληνική αστυνομία οργανώνεται από άγγλους εκπαιδευτές. Στρατηγός Γονατάς διορίσθει γενικός διοικητής Μακεδονίας – Θράκης. Ούτος είναι παλιός αρχηγός φασισμού, γνωστός εχθρός Σοβιετικής Ρωσίας, οργανωτής ελληνικών ταγμάτων ασφαλείας επί γερμανικής κατοχής. Ανωτέρω μέτρα πιθανόν αποτελέσουν επίσης αιχμήν και κατά αντιφασιστικού κινήματος βαλκανικής. Άγγλοι και έλληνες φασίστες εφαρμόζουν πρωτοφανήν τρομοκρατία αγγλοκρατούμενας περιοχάς. Ομαδικές συλλήψεις, ξυλοδαρμούς, καταστροφή γραφείων Κομμουνιστικού Κόμματος και ΕΑΜ. Καθαιρούν συνδικαλιστικά όργανα και όργανα δήμων και κοινοτήτων και διορίζουν φασίστες πρώην όργανα Γερμανών. Αντιπροσωπεία ΕΑΜ ζητήσασα επαφή με κυβέρνηση Πλαστήρα δια πολιτικάς διαπραγματεύσεις μέχρι στιγμής δεν έγινε δεκτή. Στερούμεθα μέσων διαφώτισης κοινής γνώμης εξωτερικού. Έχομε ανάγκη ραδιοσταθμού μεγάλης εμβέλειας ή βοηθείας ιδικών σας σταθμών.
18/1/45 Σιάντος»
[ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα τόμος 5ος σελ. 325].
Η αδιαλλαξία των αντιδραστικών της Αθήνας, ενισχύθηκε από τον προκλητικό λόγο του πρωθυπουργού Τσόρτσιλ, στη Βουλή των Κοινοτήτων, όταν απάντησε στην αυστηρότατη κριτική εναντίον της πολιτικής του στην Ελλάδα, που του έγινε από βουλευτές του Εργατικού Κόμματος.
Το ΠΓ του ΚΚΕ, στις 20 του Γενάρη, με αγανάχτηση κατάγγελνε στα αδερφά κομμουνιστικά κόμματα τις προκλητικές δηλώσεις του Βρετανού πρωθυπουργού, με ειδικό τηλεγράφημα:
«ΚΚΕ
ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
ΠΡΟΣ ΤΑ ΑΔΕΡΦΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
Τελευταίος λόγος Τσόρτσιλ Βουλήν Κοινοτήτων αποτελεί φανεράν απειλήν ένοπλης εξόντωσης λαϊκού δημοκρατικού κινήματος Ελλάδος. Επίσης αποφασιστικήν υποστήριξην ελληνικού φασισμού ο οποίος υποστηρίζει υποδούλωσιν χώρας εις Άγγλους. Λόγος Τσόρτσιλ είναι αποκορύφωμα ψευδολογίας, συκοφαντίας.
Άπαντα κόμματα, οργανώσεις και προσωπικότητες ΕΑΜ παραμένουν σταθερά λαϊκό δημοκρατικό αγώνα. Μόνο πέντε πράκτορες σοσιαλιστικού τμήματος Θεσσαλονίκης και ένας τμήματος Λαϊκής Δημοκρατίας Αθηνών (σ.σ. πρόκειται για τον Μυλωνά κλπ του ΣΚΕ Θεσσαλονίκης και τον δικηγόρο Κοκορέλη της ΕΛΔ Αθήνας, για τους οποίους γράψαμε σε άλλα κεφάλαια), απεσκίρτησαν για να δώσουν δυνατότητα Τσόρτσιλ ομιλεί δήθεν διάσπασιν ΕΑΜ.
Άγγλους εισερχόμενους εις εκκενούμενας υπό ΕΛΑΣ πόλεις υποδέχονται κυρίως προδότες δοσίλογοι και άνδρες πρώην ταγμάτων κουϊσλιγκ Ράλλη. Ούτοι υποδέχονται άγγλους με συνθήματα προέλασης προς Σόφιαν – Μόσχαν.
Λαϊκές μάζες παραμένουν πιστές πολιτικήν μας. Παρ’ όλην τρομοκρατίαν Άγγλων και Ελλήνων φασιστών εις καταλειφθήσας υπό άγγλους πόλεις συγκροτούνται μαζικές διαδηλώσεις κατά τρομοκρατίας και εις απάντησιν ανωτέρω συνθημάτων φωνάζουν Κρήτη – Βερολίνο.
Είναι γνωστοί αγώνες ΚΚΕ κατά τροτσκισμού ο οποίος δεν έχει καμμίαν επιρροήν λαϊκές μάζες. ΕΑΜ αποκλείει συμμετοχή τροτσκιστών δύναμίν του. Τσόρτσιλ εσκεμμένα συκοφαντεί δημιουργήσει σύγχισιν επί ζητήματος αυτού.
20/1/45, Σιάντος».
Το τηλεγράφημα αυτό μαρτυρεί ότι μέσα στο ΠΓ του ΚΚΕ είχε αρχίσει να επικρατεί η γνώμη ότι οι Άγγλοι και η αντίδραση δεν θα προχωρήσουν σε πολιτικές διαπραγματεύσεις, αλλά θα επιδιώξουν με κάθε τρόπο να διασπάσουν το ΕΑΜ, να απομονώσουν το ΚΚΕ από τις προοδευτικές δημοκρατικές μάζες, να δυσφημήσουν την αντίσταση σαν έργο τρομοκρατών και τροτσκιστών και να πετύχουν τη συντριβή του λαοκρατικού κινήματος.
Οι Σιάντος και Ζεύγος που κείνες τις κρίσμιμες μέρες έκαναν αλλεπάλληλες κρίσιμες συνεργασίες με τους στρατιωτικούς της ΚΕ του ΕΛΑΣ και με τη διοίκηση του ΓΣ του ΕΛΑΣ (Σαράφη, Άρη, Μακρίδη), είχαν πειστεί πως ο ΕΛΑΣ είχε όλες τις δυνατότητες να κάνει πόλεμο με τους Άγγλους μακράς διάρκειας. Το γεγονός ότι οι Άγγλοι δέχτηκαν την ανακωχή και μάλιστα χωρίς να επιμένουν στο ζήτημα των ομήρων, το εξηγούσαν σαν αδυναμία τους να συνεχίσουν τις εχθροπραξίες σ’ όλη την Ελλάδα από έλλειψη δυνάμεων. Υπέδειχναν αποφασιστική στάση του κινήματος, έστω και με επανάληψη των συγκρούσεων. Μόνο έτσι θα υποχρεωθούν να δεχτούν να διαπραγματευτούν και όχι να υπαγορεύουν όρους, όπως θα γίνει, αν καταλάβουν πως η ηγεσία έχει καμφθεί.
Τέτοια ήταν η κατάσταση όταν έφτασε πρόσκληση του αντιβασιλιά που καλούσε το ΚΚΕ να στείλει εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους του για πολιτικές διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση, που θα άρχιζαν στην Αθήνα στις 25 του Γενάρη. Το ΚΚΕ απέρριψε την πρόσκληση και υπέδειξε την ΚΕ του ΕΛΑΣ σαν μόνη αρμόδια να διαπραγματεύεται και να αποφασίζει για προβλήματα που αφορούν την τύχη της Ελλάδας.
Η καλογερίστικη πονηριά του Δαμασκηνού, παρ’ όλο που πήγαζε από το τέχνασμα του Τσόρτσιλ να θέλει να παρουσιάσει το ΚΚΕ σαν κύριο και μοναδικό υπεύθυνο, με δήθεν όργανό του το ΕΑΜ, δεν εξυπηρετούσε τους σκοπούς της Μεγάλης Βρετανίας; Τορπιλίζονταν οι διαπραγματεύσεις και χάνονταν πολύτιμος χρόνος. Πλησίαζαν οι μέρες που θα συνέρχονταν στη Γιάλτα οι αρχηγοί των τριών μεγάλων συμμάχων και θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη και δυσάρεστη η θέση του Τσόρτσιλ, αν η χώρα του, για καθαρά πολιτικούς λόγους, βρισκόταν σε ανοιχτό πόλεμο με ένα μικρό σύμμαχο λαό. Οι Λήπερ και Σκόμπυ υποχρέωσαν τους υποτακτικούς τους Δαμασκημό και Πλαστήρα, να καλέσουν αντιπροσώπους του ΕΑΜ και να προσπαθήσουν να καταλήξουν σε συμφωνία μέσα σε τακτή προθεσμία.
Η στιγμή που η ηγεσία του λαοκρατικού κινήματος έπρεπε να καθορίσει με σαφήνεια τη γραμμή της έφτασε.

Η ηγεσία του ΚΚΕ μπροστά στην αποφασιστική καμπή
Η ηγεσία του ΚΚΕ συμφωνούσε πως θα έπρεπε να δεχτεί διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση Πλαστήρα για να βρεθεί κάποια διέξοδος ή και να κερδηθεί αρκετός χρόνος, που θεωρούνταν αναγκαίος από τους στρατιωτικούς.
Οι διαφωνίες μέσα στο ΠΓ του ΚΚΕ συνεχίζονταν. Η πλειοψηφία κατηγορούσε το Σιάντο και το Ζεύγο για αδιαλλαξία και υπερεκτίμηση των δυνάμεων και δυνατοτήτων του ΕΛΑΣ να συνεχίσει και να φέρει σε αποτελεσματικό τέρμα έναν πόλεμο ενάντια στη Μεγάλη Βρετανία. Τους χαρακτήριζαν «στενοκέφαλους» και πολιτικά ανίκανους να δουν πως το Κόμμα και το ΕΑΜ μπορεί να βρεθούν απομονωμένα από τις λαϊκές μάζες και από κάθε εξωτερική συμπαράσταση, σαν εχθροί του συμμαχικού αντιφασιστικού πολέμου. Υποστήριζαν πως θα έπρεπε με κάθε θυσία να επιδιωχθεί μία συμφωνία, «καλύτερη ή χειρότερη» που να βάζει τέρμα στην ελληνική ανωμαλία. Διαπίστωναν ακόμα πως δήθεν είχε κιόλας αλλάξει και ο εσωτερικός συσχετισμός των ενόπλων δυνάμεων σε βάρος του λαϊκού κινήματος, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η στρατιωτική δύναμη των άγγλων.
Η μειοψηφία που στηριζόταν στις απόψεις του ΓΣ του ΕΛΑΣ και των στρατιωτικών, υποστήριζε πως δε θα έπρεπε να γίνει συμφωνία που να προβλέπει διάλυση του ΕΛΑΣ και αφοπλισμό του λαού, πριν φύγουν από την Ελλάδα οι αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις που δεν έχουν καμιά πολεμική αποστολή στη χώρα και απέδειξαν πρόσφατα πως η παρουσία τους είναι στήριγμα της αντεπανάστασης και παράγοντας αιματηρών συγκρούσεων. Υπενθύμιζαν στην πλειοψηφία πως δεν θα πολεμούσε ο ελληνικός λαός για να συντρίψει και να διαλύσει της Αυτοκρατορία της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά για να φύγουν τα ξένα στρατεύματα από την Ελλάδα και ο λαός να γίνει αφέντης στον τόπο του. Ακόμα και για λόγους τακτικής –υποστήριζαν- θα έπρεπε να δοθούν εντολές στην αντιπροσωπεία να παρατείνει τις διαπραγματεύσεις, τουλάχιστον μέχρι τη διάσκεψη της Γιάλτας, που θα υποχρεωθούν οι αρχηγοί των μεγάλων δυνάμεων να συζητήσουν και από κοινού να δώσουν λύση στην ελληνική ανωμαλία.
Οι πιέσεις των συνθηκολόγων –όπως και στο παρελθόν- γονάτισαν στο Σιάντο, αλλά δεν επηρέασαν το Ζεύγο. Έχοντας πικρή πείρα από τη Συμφωνία της Γκαζέρτας, οι ευκολόπιστα ο ίδιος ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για την υπογραφή της, δεν πίστευε πως οι Άγγλοι θα σέβονταν οποιαδήποτε συμφωνία που θα ‘καναν οι Έλληνες μεταξύ τους, αφού δεν σεβάστηκαν δικές τους υπογραφές. Όταν θα αποκτούσαν υπεροχή και θα ‘χαν αντίκρυ τους έναν αφοπλισμένο λαό, ασφαλώς με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο θα επιδίωκαν να αλλάξουν βίαια το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων και να ξαναφέρουν το βασιλιά, νεκρανασταίνοντας το φασισμό στη γωνιά αυτή της Ευρώπης.
Μπροστά στο αδιέξοδο, για να στηρίξει η πλειοψηφία τη συνθηκολόγηση, κατέφυγε σε ένα «ζαχαραδιακό» τέχνασμα. Κάλεσε τα 4 μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ που βρίσκονταν στην έδρα εκείνη τη στιγμή σε συνεδρίαση. Έτσι μαζί με τα μέλη του ΠΓ πήραν μέρος οι Α. Τζήμας, Καίτη Ζεύγου, ΣΠ. Καλοδίκης, και Κ. Καραγιώργης. Αυτό βέβαια δεν τους εμπόδισε να ανυψώσουν εκείνη τη συνεδρίαση του ΠΓ σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, εξαπατώντας τους κομμουνιστές ότι δήθεν η απόφαση για συνθηκολόγηση και ουσιαστική υποταγή στους Άγγλους και την αντίδραση πάρθηκε «ομόφωνα» από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ.
Στη συνεδρίαση ο Ιωαννίδης επανέλαβε το γνωστό σε όλους επιχείρημα πως «δυο αγγλικά υπερντρέτνοτ ήταν αρκετά να καταστρέψουν όλη την Ελλάδα, ότι δήθεν ο αγώνας του λαού μας, μια που γίνεται όταν ο πόλεμος των συμμάχων εναντίον της Γερμανίας συνεχίζεται, σε τελευταία ανάλυση γίνεται αντισυμμαχικός και αυτό είναι σε βάρος κυρίως της Σοβιετικής Ένωσης» και ότι «αν δεν προχωρήσουμε θαρραλέα σε μια συμφωνία θα απομονωθούμε διεθνώς και εσωτερικά, θα διασπαστεί το ΕΑΜ, και οι κομμουνιστές, όσοι δεν σκοτωθούν, θα βρεθούν έξω από την Ελλάδα και θα τους φάει η εμιγκρέτσια». Ζήτησε να φύγει ο αντιπρόσωπος του ΕΑΜ με αντιπροσώπους από όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις και επικεφαλής της να παρακληθεί να μπει ο Σβώλος.
Η Χρύσα Χατζηβασιλείου για πρώτη φορά ανέπτυξε τις αντιλήψεις της για το αδύνατο της δημιουργίας μιας Ελλάδας λαοκρατούμενης από τη γεωγραφική της θέση και ότι κάναμε εγκλήματα που μας έχουν εκθέσει διεθνώς και εσωτερικά.
Ο Καραγιώργης ζήτησε τουλάχιστον να μην υπογράψουμε καμιά συμφωνία μέχρι να συνέλθει η τριμερής Συνδιάσκεψη των αρχηγών των Μεγάλων Δυνάμεων, όπου αν βρεθούμε σε ανακωχή και σε επανάληψη των εχθροπραξιών, ασφαλώς θα μπει στα θέματα συζήτησης και το Ελληνικό. Με μεγάλη επιμονή υποστήριζε την άμεση συνθηκολόγηση ο Αντρέας Τζήμας, όπως ο ίδιος έγραψε σε μια από τις εκθέσεις του (2).

Ο Β. Μπαρτζώτας στο ανέκδοτο βιβλίο του που αναφέραμε (σελ. 311-312) έγραφε γι’ αυτή τη συνεδρίαση:
«... Στις αρχές του Φλεβάρη 1945, έγινε στα Τρίκαλα ειδική συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ που συζητήθηκε το αποφασιστικό αυτό ζήτημα (για κλείσιμο συμφωνίας). Όλα τα μέλη της ΚΕ συμφώνησαν πάνω στην ανάγκη να κλειστεί συμφωνία έπειτα από την μερική μας ήττα στην Αθήνα, φυσικά με την προϋπόθεση ότι θα εξασφαλίζονταν οι δυνατότητες και οι εγγυήσεις για παραπέρα ομαλή δημοκρατική εξέλιξη της χώρας και έμπαινε σαν πρώτος όρος η εξασφάλιση της γενικής αμνηστίας. Παράλληλα με τις συζητήσεις αυτές, παίρνονταν όλα τα μέτρα για την προετοιμασία, ανασυγκρότηση και αναδιάταξη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ ...».
η απόφαση της πλειοψηφίας του ΠΓ του ΚΚΕ έγινε απόφαση του Κόμματος και σε συνέχεια και της ΚΕ του ΕΑΜ. Αξίζει να σημειωθεί πως σε κανένα από τα γραπτά των μελών της καθοδήγησης του ΚΚΕ, που πήραν μέρος στη σύσκεψη των Τρικάλων, ούτε και σε γραπτό στελεχών των συνεργαζόμενων στο ΕΑΜ Κομμάτων, αναφέρεται σαν επιχείρημα για το σταμάτημα του πολέμου και την υποταγή στους Άγγλους και την αντίδραση οι συμβουλές του «Παππού». Ούτε και στα σώματα της ΚΕ του ΚΚΕ, που συγκλήθηκαν αργότερα, ούτε και στο Συνέδριο του ΚΕ, που συνήλθε τον Οχτώβρη του 1945, δεν έγινε λόγος για υπόδειξη από έξω, να σταματήσει ο ελληνοαγγλικός πόλεμος, με αποδοχή των όρων της αντεπανάστασης.

Η ΒΑΡΚΙΖΑ

Φεύγει η αντιπροσωπία για την Αθήνα
Η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ, πριν φύγει για την Αθήνα, συνήλθε σε σύσκεψη, με συμμετοχή και ηγετικών στελεχών των Κομμάτων και Οργανώσεων, που συνεργάζονταν στο ΕΑΜ. Η εισήγηση του Παρτσαλίδη καθόριζε αυστηρά την εξουσιοδότηση που έδινε η ΚΕ του ΕΑΜ στους αντιπροσώπους, με υποχρέωση να διαβιβάσουν στον καθηγητή Σβώλο την παράκληση να τεθεί επικεφαλής της αντιπροσωπείας, για να αποκαλυφθεί η συκοφαντία του Τσόρτσιλ, πως έχει απομονωθεί απ’ όλους τους συνεργάτες η ηγετική «τροτσκιστική» ομάδα του ΚΚΕ.
Η εντολή ήταν μία: -Να επιδιωχτεί με κάθε υποχώρηση συμφωνία που να τερματίζει την ανωμαλία. Έπρεπε να βγάλουν από τη μέση κάθε τυπικό εμπόδιο, που θα μπορούσε να ματαιώσει τη συμφωνία. Τέτοιο εμπόδιο προβλήθηκε: ο αντιβασιλιάς ζητούσε τριμελή αντιπροσωπεία «επί σκοπώ σοβαράς εργασίας», όπως έγραφε στο τηλεγράφημά του. Το ΕΑΜ θεωρούσε αντιπροσωπευτικότερη και εγκυρότερη μια πενταμελή αντιπροσωπεία, στην οποία θα έμπαινε στην Αθήνα και ο καθηγητής Σβώλος. Χωρίς να περιμένουν απάντηση οι αντιπρόσωποι έφυγαν στις 23/1/45 από την έδρα. Το βράδυ της ίδιας μέρας έφτασε τηλεγράφημα του αντιβασιλέα που δεχόταν πενταμελή αντιπροσωπεία. Όταν έφτασε στη Λειβαδιά, ένας άγγλος ταξίαρχος πληροφορούσε την αντιπροσωπεία πως είχε εντολή να βοηθήσει να φτάσει στην Αθήνα μόνο τριμελής αντιπροσωπεία και μάλιστα αποκλειστικά από υπεύθυνα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ! Η αντιπροσωπεία αρνήθηκε και γύρισε πίσω στην έδρα.
«Το παλιό παραμύθι εξαρχής ...» έγραφε στις 27/1/45 ο Ριζοσπάστης και εξηγούσε το σατανικό παιχνίδι του Δαμασκηνού σα χοντροκομμένη προσπάθεια να επικυρωθεί ο ισχυρισμός του Τσόρτσιλ, ότι το ΕΑΜ διασπάστηκε και έμεινε μόνη η κομμουνιστική (τροτσκιστική) παράταξη.
Άρχισε νέα ανταλλαγή τηλεγραφημάτων. Στις 6 Φλεβάρη φάνηκε πως το εμπόδιο παραμερίστηκε και ξανάφυγε η αντιπροσωπεία από τα Τρίκαλα. Στο Βελεστίνο την υποδέχονται άγγλοι που τη συνοδεύουν στο Βόλο.
Αυθόρμητα συγκεντρώθηκε στα γραφεία του ΕΑΜ μια τεράστια εκδήλωση. Μίλησε ο Σιάντος και διαβεβαίωσε το λαό του Βόλου ότι η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ θα κάνει, αυτή τη φορά, το καθήκον της. Ο λαός διαδήλωνε την πίστη στην οργάνωση και την ηγεσία του, αλλά δεν παρέλειψε να υπενθυμίζει στην αντιπροσωπεία πως δεν θέλει καινούργιο Λίβανο.
Την άλλη μέρα, 7 του Φλεβάρη, η αντιπροσωπεία έφυγε από το Βόλο. Στην διαδρομή της, όπου γινόταν αντιληπτή συγκεντρώνονταν πλήθη λαού. Με συνθήματα και με τραγούδια του αγώνα, αλύγιστοι μπροστά στους νέους καταχτητές, απαιτούσαν σταθερή και επίμονη αντίσταση για να μη βρικολακιάσει ο φασισμός. Σα να υπαγορεύονταν από κάποιο αόρατο καθοδηγητικό κέντρο, παντού κυριαρχούσαν δύο συνθήματα: «Όχι άλλο Λίβανο» και «Λαοκρατία και όχι βασιλιά». Οι εκδηλώσεις του λαού ερέθιζαν τους Άγγλος και την αντίδραση, που όμως δεν είχαν ακόμα δύναμη να πνίξουν τη φωνή του.
Στη Θήβα η αντιπροσωπεία θα δοκιμάσει ακόμα μια ταπείνωση. Οι Άγγλοι, με το επιχείρημα πως στις διαπραγματεύσεις θα πάρουν μέρος μόνο τρεις αντιπρόσωπο του ΕΑΜ, αρνούνταν να επιτρέψουν να μπουν στην Αττική περισσότερα στελέχη. Η αντιπροσωπεία υπέκυψε, άφησε εκεί τους Γαβριηλίδη και Γεωργαλά και οι άλλοι έφυγαν για την Αθήνα με συνοδεία έναν Άγγλο αξιωματικό. Έφτασαν το βράδυ και κατέλυσαν στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία. Το πρωί οδηγήθηκαν στη Βάρκιζα, στην έπαυλη του Κανελλόπουλου.
Στις 8 του Φλεβάρη, μέρα που στη Γιάλτα άρχιζε η τριμερής συνδιάσκεψη των Στάλιν, Ρούζβελτ και Τσόρτσιλ, άρχισαν και οι επαφές των αντιπροσώπων του ΕΑΜ με τον αντιβασιλιά και με αντιπροσώπους της κυβέρνησης. Στις προκαταρκτικές αυτές συζητήσεις, με έκπληξη οι αντιπρόσωποι άκουσαν από τον αντιβασιλιά, πως οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει, από την πλευρά του κινήματος, να γίνουν από το ΚΚΕ και όχι από το ΕΑΜ. Οι αντιπρόσωποι του Κόμματος διαμαρτυρήθηκαν για την υπαναχώρηση του Δαμασκηνού και δήλωσαν κατηγορηματικά ότι αν επιμένει ο αντιβασιλιάς και η κυβέρνηση να μην αναγνωρίζει το ΕΑΜ σαν υπεύθυνο να κάνει τις διαπραγματεύσεις, όλη η αντιπροσωπεία θα σταματήσει κάθε επαφή και θα γυρίσει στην έδρα της.
Τί είχε συμβεί; Το αποκάλυψε στους Παρτσαλίδη και Σιάντο ο τότε υπουργός Σοφιανόπουλος, που στάλθηκε από τον Πλαστήρα να μεσολαβήσει για να μη ματαιωθούν οι διαπραγματεύσεις. Ο Σβώλος σε συνάντησή του με το Δαμασκηνό που είχε γίνει την προηγούμενη μέρα, δήλωσε ότι δεν δέχεται να πάρει μέρος στην αντιπροσωπεία του κινήματος, γιατί νομίζει πως πρέπει να διαπραγματευτεί το ΚΚΕ, που διάλεξε μόνο του το δρόμο της ένοπλης αντιπαράθεσης. Ύστερα από πολλά χρόνια ο Τσιριμώκος φωτίζει το ζήτημα. Στο ημερολόγιό του έγραψε τα παρακάτω:
«Το ΚΚΕ είχε ζητήσει με τηλεγράφημα από τον Σβώλο να πάρει μέρος στην αντιπροσωπεία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που θα διαπραγματεύονταν με την κυβέρνηση Πλαστήρα, στη Βάρκιζα, τους όρους με τους οποίους θα έληγε η ένοπλη σύρραξη. Ο Σβώλος αρνήθηκε. Έκρινε ότι, αφού είχε ακολουθηθεί ένας δρόμος αντίθετος προς τη δική του γνώμη, σωστό ήταν να διαπραγματευτούν εκείνοι που τον είχαν διαλέξει το δρόμο αυτό. Και τέτοιοι ήταν μόνο οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ. Σ’ αυτούς είχα προστεθεί εγώ εκφράζοντας τα μη κομμουνιστικά μέλη του ΕΑΜ, που είχαν αιφνιδιαστεί από τα Δεκεμβριανά, ήταν αντίθετα στην τακτική του ΚΚΕ και έβλεπαν στην παρουσία μου την εγγύηση πως οι συνομιλίες θα γίνουν –τουλάχιστον από μέρους του ΕΑΜ- με ειλικρινή πρόθεση συμφωνίας».
[Βήμα, 24/3/1973].
Οι παραπάνω σημειώσεις γράφτηκαν ακριβώς εκείνες τις μέρες που ο Τσόρτσιλ «κοβόταν» να παρουσιάσει το ΚΚΕ σαν μια «μαφία» τρομοκρατών – τροτσκιστών.
Είναι φανερό πως η εαμική αντιπροσωπεία δεν ήταν ενιαία ούτε στους σκοπούς που επεδίωκε, ούτε στην αντιμετώπιση των αγγλικών μηχανορραφιών, που θα εκφράζονταν από τους αντιπροσώπους της κυβέρνησης στη διάσκεψη. Ο Η. Τσιριμώκος παίζοντας ρόλο δήθεν διαιτητή, ανάμεσα στις δύο αντίπαλες παρατάξεις, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του να δώσει δείγματα «υποτέλειας» στους άγγλους και «συνταγματικής νομιμοφροσύνης» στους εχθρούς του λαοκρατικού επαναστατικού κινήματος. Κύρια επιδίωξή του, επίσης και του Σβώλου, ήταν να ανοίξουν οι δρόμοι της πολιτικής προβολής του κόμματος, που σχεδίαζαν να εμφανίσουν σαν συνέχεια της επικής εθνικής αντίστασης, από τις «νομιμόφρονες» πατριωτικές δυνάμεις, απαλλαγμένες από τις αναρχικές εκδηλώσεις και τους «τυχοδιωκτισμούς» των «αναρχικών – τροτσκιστών». Προϋπόθεση όμως για την ανάπτυξη τέτοιου κόμματος, με ριζοσπαστικό δημοκρατικό πρόγραμμα και με πολλά σοσιαλιστικά συνθήματα, ανάλογα με τα προγράμματα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δύσης, θα μπορούσε να συγκροτηθεί μόνο πάνω στα ερείπια του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Ο Τσιριμώκος συνεχίζει της αφήγηση της δράσης του σαν «ανεξάρτητο» μέλος της αντιπροσωπείας:
«... Όταν η αντιπροσωπεία έφτασε στη Βάρκιζα, ανέβηκα στην Αθήνα όπου ήρθα σε μια προκαταρκτική συνεννόηση με τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Συνάντησα φυσικά και τον Σβώλο και μου έδωσε ένα γράμμα προς τον Σιάντο όπου διατύπωνε μια θερμή έκκληση να στέρξει το ΚΚΕ τις υποχωρήσεις που έπρεπε για να επέλθει η ειρήνευση. Τόσο η άρνηση του Σβώλου να πάρει μέρος στην αντιπροσωπεία του ΕΑΜ, όσο και η επίμονη έκκλησή του, δε σημαίνει πως αγνοούσε ότι οι ευθύνες για τα Δεκεμβριανά ήταν πολύπλευρες. Μα πίστευε προπαντός πως έπρεπε να γίνει μια συμφωνία ευρύτερη που θα χρησίμευε πραγματικά σα θεμέλιο της ομαλότητας ...».
Η πληροφορία ότι η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ ήταν αποφασισμένη να φύγει από την Αθήνα αν επιμένει ο αντιβασιλιάς στην θέση του για διαπραγματεύσεις μόνο με το ΚΚΕ, προκάλεσε σοβαρή ανησυχία στον Άγγλο υπουργό Μακ Μίλλαν. Με επέμβαση του Λήπερ ο Δαμασκηνός έστειλε τη νύχτα στις 8 του Φλεβάρη, τους Σοφιανόπουλο και Κατσώτα στη Βάρκιζα, να ειδοποιήσουν την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ ότι η συζήτηση θα γίνει με το ΕΑΜ και ότι θα αρχίσει το πρωί της άλλης μέρας.

Η συνδιάσκεψη
Η συνδιάσκεψη της Βάρκιζας άρχισε στις 9 του Φλεβάρη και τελείωσε τις πρώτες πρωινές ώρες, στις 12 του Φλεβάρη, με την υπογραφή της γνωστής συμφωνίας με το όνομα «Συμφωνία της Βάρκιζας». Την κυβέρνηση εκπροσώπησαν οι Ι. Σοφιανόπουλος Περ. Ράλλης, Ι. Μακρόπουλος, με τεχνικό σύμβουλο τον συνταγματάρχη Π. Κατσώτα. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αντιπροσώπευσαν οι Γ. Σιάντος, Δ. Παρτσαλίδης και Η. Τσιριμώκος, με τεχνικό σύμβουλο τον στρατηγό Στ. Σαράφη.
Πολύ βαριά ήταν η ατμόσφαιρα στην έπαυλη Κανελλόπουλου και την έκανε βαρύτερη η μόνιμη παρουσία των Άγγλων (υπουργού Μακ Μίλλαν και πρεσβευτή Λήπερ), που διεύθυναν την κυβερνητική αντιπροσωπεία από τα παρασκήνια. Πολλές φορές οι διαπραγματεύσεις έφταναν σε αδιέξοδο και κινδύνευαν να διακοπούν. Παρ’ όλα αυτά ο επικεφαλής της κυβερνητικής αντιπροσωπείας δύο φορές την ημέρα έκανε ανακοινώσεις στους δημοσιογράφους ότι κατ’ αρχήν έχει πραγματοποιηθεί η συμφωνία και ότι η Συνδιάσκεψη, με πλήρη κατανόηση της σοβαρότητας της αποστολής της, προχωρεί στον καθορισμό των όρων της πρακτικής εφαρμογής της.
Ήταν φανερό ότι οι ανακοινώσεις του Σοφιανόπουλου γίνονταν με απαίτηση του Μακ Μίλλαν και του Λήπερ, για να δώσουν στον Τσόρτσιλ όπλα. Στη συνδιάσκεψη της Γιάλτας χρειάζονταν αποδείξεις για να ισχυριστεί ότι στην Ελλάδα οι διαφορές που υπήρχαν διευθετήθηκαν κατά τον καλύτερο και δημοκρατικότερο δήθεν τρόπο. Κατά τις αναμνήσεις του Ε. Ρ. Στεττίνιους («Γιάλτα, Ρούζβελτ και οι Ρώσοι») σε μια από τις συνεδριάσεις των τριών αρχηγών στη Γιάλτα ο Στάλιν εκδήλωσε την επιθυμία να μάθει από τον Τσόρτσιλ «... τι γίνεται στην Ελλάδα», και εξήγησε αμέσως πως «... δεν έχει πρόθεση να κάνει κριτική στους Βρετανούς στην Ελλάδα, αλλά περισσότερο ήθελε να έχει πληροφορίες». Ο Τσόρτσιλ απάντησε πως αποκαταστάθηκε η ειρήνη και πρόσθεσε ότι η Βρετανική κυβέρνηση είναι πολύ υποχρεωμένη στον στρατάρχη Στάλιν που «... δεν έδειξε ενδιαφέρον πολύ μεγάλο για τις ελληνικές υποθέσεις...»
Η πιο μεγάλη δυσκολία που αντιμετώπισε η συνδιάσκεψη της Βάρκιζας ήταν η αμνηστεία. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα στις 11 του Φλεβάρη, ο Τσιριμώκος διατύπωσε γραπτά τους όρους και τον τρόπο που θα διαχωρίζονταν τα «εγκλήματα κοινού ποινικού δικαίου» που θα παραπέμπονταν στα δικαστήρια, από τα πολιτικά αδικήματα που θα αμνηστεύονταν. Η πεπονόφλουδα είχε στηθεί και οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης δεν θέλησαν να χάσουν την ευκαιρία. Η πρόταση γινόταν από το ΕΜ! Ο Τσιριμώκος έπαιξε το ρόλο του.
Ο Σιάντος και ο Παρτσαλίδης, κάτω από τη συνεχή και αδιάκοπη πίεση των Άγγλων και της αντίδρασης, από τη μία, του Τσιριμώκου, που επικαλούνταν τη γνώμη του Σβώλου, από την άλλη, είχαν παραλύσει κυριολεκτικά. Αντιλαμβάνονταν ότι τα πράγματα είχαν πάρει άσχημο δρόμο, αλλά δεν είχαν το θάρρος να σταματήσουν τον κατήφορο, να διακόψουν τις συζητήσεις και να ξαναγυρίσουν στην έδρα τους, έστω με το επιχείρημα πως δεν έχουν τέτοια εξουσιοδότηση και θα χρειαστεί να πάρει απόφαση η ΚΕ του ΕΑΜ, που είναι η μόνη αρμόδια.
Τα μεσάνυχτα στις 11 του Φλεβάρη, οι κυβερνητικοί αντιπρόσωποι παρουσίασαν στην εαμική αντιπροσωπεία το Πρωτόκολλο. Οι Άγγλοι απαιτούσαν να υπογραφεί αμέσως. Φαίνεται πως πιέζονταν πάρα πολύ από τον Τσόρτσιλ, που είχε απόλυτη ανάγκη να παρουσιάσει στους Ρούζβελτ και Στάλιν τη συμφωνία όλων των κομμάτων και παρατάξεων για την πολιτική λύση που είχε επιβάλει η αγγλική βία στην Ελλάδα.
Ο Σιάντος, με το πρόσχημα πως είναι πολύ κουρασμένος, αρνούνταν να υπογράψει εκείνο το βράδυ. Ζητούσε μια πίστωση χρόνου. Ο πρεσβευτής Λήπερ έγραψε μετά τον πόλεμο για τις λαχτάρες που πέρασαν, αυτός και ο Μακ Μίλλαν τις πρώτες ώρες στις 12 Φλεβάρη:
«Ο Σιάντος battle-dress, με καουτσουκένιες μπότες, βολτάριζε στο δωμάτιο δηλώνοντας πως δεν έχει πρόθεση να υπογράψει κείνη τη νύχτα, γιατί ήταν πολύ κουρασμένος και το κεφάλι του δεν ήταν αρκετά καθαρό. Κάναμε πολλές προσπάθειες να τον πείσουμε να υπογράψει, αλλά εκείνος με πείσμα, για κείνη τη στιγμή, αρνούνταν. Ο Μακ Μίλλαν και εγώ, είχαμε καθίσει και πίναμε νερό ροκανίζοντας σάντουϊτς και περιμέναμε σα δυο χωροφύλακες τα θύματά μας να υπογράψουν τα χαρτιά τους. Τέλος στις 4 ώρα το πρωί, ο Σιάντος μας πληροφόρησε ότι επειδή του είναι αδύνατο να υπογράψει τη συμφωνία στο σύνολό της, είναι έτοιμος να υπογράψει μια συμφωνία προσωρινή...».
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, 12 του Φλεβάρη 1945, στο Υπουργείο των Εξωτερικών υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της συμφωνίας από τους Ι. Σοφιανόπουλο. Περ. Ράλλη και Ι. Μακρόπουλο της κυβερνητικής αντιπροσωπείας και τους Γ. Σιάντο, Δ. Παρτσαλίδη και Η. Τσιριμώκο, της αντιπροσωπείας της ΚΕ του ΕΑΜ.

Η συμφωνία της Βάρκιζας
Δεν θα παραθέσουμε το κείμενο της συμφωνίας, (Α) (Β) γιατί έχει κιόλας δημοσιευτεί πολλές φορές. Θα αναφέρουμε μερικά μόνο αποσπάσματα, που τα αντιγράφουμε από «Τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ», τόμος 5ος, σελ. 344-349.
Με τη συμφωνία η αντίδραση ανέλαβε να σεβαστεί τη «θέληση του ελληνικού λαού δια την ανάπτυξιν ελευθέρου και ομαλού πολιτικού βίου, του οποίου κύριον χαρακτηριστικόν θα είναι ο σεβασμός της πολιτικής συνειδήσεως των πολιτών, η ειρηνική διαφώτισις και διάδοσις πολιτικών ιδεών και ο σεβασμός προς τας ελευθερίας, τας οποίας ο καταστατικός Χάρτης του Ατλαντικού και οι αποφάσεις Τεχεράνης διεκήρυξαν και η συνείδησις των δι’ αυτάς αγωνιζομένων ελεύθερων λαών απεδέχθη».
Συγκεκριμενοποιώντας τη γενική αυτή αρχή, καθιερώνει τον πολιτικό χαρακτήρα της συμφωνίας ανάμεσα στις δυο δυνάμεις που έφτασαν στην ένοπλη σύγκρουση, συνεπώς αναγνωρίζεται σαν πολιτική πράξη και η ένοπλη αντίσταση του λαού στα Δεκεμβριανά και κατοχυρώνει τους αγωνιστές του λαού από κάθε διωγμό. Συγκεκριμενοποιώντας αυτές τις πολιτικές και ηθικές αρχές, στο 1ο άρθρο της Συμφωνίας ορίζεται: «Η κυβέρνησις θα εξασφαλίσει σύμφωνα με το Σύνταγμα και τας απανταχού καθιερωμένας Δημοκρατικάς Αρχάς, την ελευθέραν εκδήλωσιν των πολιτικών φρονημάτων των πολιτών, καταργούσα πάντα τυχόν προηγούμενο ανελεύθερον Νόμον ...».
Στο 2ο άρθρο ορίζεται: «Ο στρατιωτικός νόμος θα αρθή ευθύς μετά την εφαρμογήν της παρούσης συμφωνίας ...». Αλλά χάνει όλη την αξία της η άρση του Στρατιωτικού Νόμου όταν στη συνέχεια, στο ίδιο άρθρο, ορίζεται: «Άμα τη άρσει αυτή, θα τεθή εις εφαρμογήν Συντακτική Πράξις πανομοιότυπος προς την ΚΔ’ δια της οποίας θα επιτρέπεται η αναστολή των εν τη ΚΔ’ Πράξει αναφερομένων άρθρων του Συνταγματος».
Με το άρθρο 3 αμνηστεύονται τα πολιτικά αδικήματα, εξαιρούνται τα αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, που δεν ήταν απαραίτητα αναγκαία για «... την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος»! Επίσης εξαιρούνται από την αμνηστεία μαχητές του ΕΛΑΣ, της ΕΠ και του ΕΛΑΝ που δεν θα παραδώσουν τα όπλα τους μέχρι τις 15 του Μάρτη 1945. Όλοι οι πολίτες που πιάστηκαν από τον ΕΛΑΣ, θα αφεθούν ελεύθεροι και οι δοσίλογοι θα παραδοθούν στη δικαιοσύνη του κράτους. Για τις εκκαθαρίσεις των αξιωματικών και υπαξιωματικών, των Δημοσίων Υπαλλήλων και των οργανισμών και για τα Σώματα Ασφαλείας, προβλέπονται Ειδικά Συμβούλια. Όμως όλοι που εγκατέλειψαν τις θέσεις τους από τις 3-12-44 μπαίνανε σε διαθεσιμότητα. Καθορίζονται μέσα στο χρόνο 1945 να γίνει δημοψήφισμα και θα επακολουθήσουν «τάχιστα» εκλογές Συντακτικής Συνέλευσης για το νέο Σύνταγμα της χώρας. Για τον έλεγχο της γνησιότητας της ελεύθερης έκφρασης της λαϊκής θέλησης θα παρακαλούνταν οι Μεγάλοι Σύμμαχοι να στείλουν παρατηρητές.
Οι Άγγλοι εκπρόσωποι της βρετανικής κυβέρνησης Μακ Μίλλαν και Λήπερ, που παραβρίσκονταν στην υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, βεβαίωσαν πως εγγυούνται ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας θα σεβαστεί την υπογραφή της και τους όρους της συμφωνίας.
Η υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας ήταν μια επιτυχία των Άγγλων ιμπεριαλιστών. Με τον συσχετισμό δυνάμεων που επικρατούσε τότε δεν μπορούσαν να πετύχουν μια άμεση δυναμική συντριβή του λαοκρατικού επαναστατικού κινήματος. Δέχτηκαν την ανακωχή και υποχρέωσαν τους υποτακτικούς τους Κουϊσλιγκς να προχωρήσουν σε μια συμφωνία πολιτική με το ΕΑΜ, για να πετύχουν αρχικά τον αφοπλισμό του λαού και σε συνέχεια να τον χτυπήσουν κατακέφαλα κουρελιάζοντας κάθε συμφωνία.
Αυτός ήταν ο ένας και πιο βασικός λόγος της υπογραφής από την κυβέρνηση των αγγλικών αντεικέλων της συμφωνίας της Βάρκιζας. Υπήρχε, όμως, και ο δεύτερος βασικός λόγος που υποχρέωνε τους Άγγλους να πετύχουν την υπογραφή μιας συμφωνίας ειρήνευσης: να αποκλειστεί η εφαρμογή των συμφωνιών της Γιάλτας στην Ελλάδα.
Τί έδινε η συμφωνία της Βάρκιζας στο λαό και στο κίνημα;
Κυριολεκτικά τίποτα! Η συμφωνία της Βάρκιζας δεν ήταν μια κανονική υποχώρηση ύστερα από μια ήττα της επανάστασης, για να διατηρηθούν και να ανασυγκροτηθούν οι κύριες δυνάμεις και οι εφεδρείες της. Ήταν πανικόβλητη συνθηκολόγηση, που άφηνε το κίνημα και το λαό έκθετο στα χτυπήματα του εχθρού. Με τον τότε συσχετισμό των πολιτικών και κυρίως των στρατιωτικών δυνάμεων, καμιά συμφωνία δεν έπρεπε να υπογραφεί από την ηγεσία του λαοκρατικού κινήματος αν δεν εξασφαλίζονταν ορισμένες προϋποθέσεις. Και τέτοιες ήταν: η άμεση υποχώρηση των Άγγλων, ο σεβασμός των πολιτικών καταχτήσεων του ελληνικού λαού και των δημοκρατικών του δικαιωμάτων, η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, η τιμωρία των δοσίλογων με συμμετοχή λαϊκών αντιπροσώπων στα δικαστήρια, το ξεκαθάρισμα του κρατικού μηχανισμού από φασιστικά στοιχεία και ο καθορισμός του χρόνου διεξαγωγής των εκλογών και του δημοψηφίσματος.
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν κατοχύρωνε η συμφωνία της Βάρκιζας. Από την άλλη μεριά στερούσε τον ελληνικό λαό από το δικαίωμα να διεκδικήσει να εφαρμοστεί η συμφωνία της Γιάλτας και στην Ελλάδα, με ευθύνη και έλεγχο των μεγάλων συμμάχων δυνάμεων.
Η ηγεσία δέχτηκε χωρίς αντιρρήσεις και χαιρέτησε σαν επιτυχία της την υπογραφή της συμφωνίας. Την εφαρμογή της την εμπιστεύονταν στην κυβέρνηση του Πλαστήρα, που στηριζόταν αποκλειστικά στις αγγλικές δυνάμεις και τους γερμανοοπλισμένους εγκληματίες. Ικανοποιήθηκε με τη φραστική διαβεβαίωση πως θα εξασφαλισθούν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες και η ελεύθερη έκφραση της λαϊκής θέλησης για τον τρόπο που θέλει να κυβερνηθεί. Δέχτηκε τον αφοπλισμό του λαού και τον εξοπλισμό των προδοτών, των εγκληματιών, των συμμοριτών και των πραιτοριανών φασιστών και νεοφασιστών. Ενώ διατυπωνόταν στη συμφωνία η κατάργηση του Στρατιωτικού νόμου, στην πράξη, με την αναγνώριση της άρσης όλων των άρθρων του Συντάγματος που προστατεύουν και εγγυούνται τις στοιχειώδεις λαϊκές ελευθερίες, νομιμοποιούσε την αστυνομική και χωροφυλακίστικη αυθαιρεσία. Ξαναζωντάνευε την τεταρταυγουστιανή φασιστική διχτατορία με την επαναφορά της ΚΔ’ πράξης, με την οποία όλοι οι δημοκράτες, και πρώτοι οι κομμουνιστές, χώθηκαν στις φυλακές. Δέχτηκε να περάσουν από εκκαθαριστικό συμβούλιο οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι των οργανισμών δημοσίου δικαίου που πήραν μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο και την αντίσταση. Και όσοι από αυτούς αγωνίστηκαν για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, εναντίον της αγγλικής ένοπλης επέμβασης στα εσωτερικά της πατρίδας τους, θα έπρεπε να λογοδοτήσουν σαν εγκληματίες. Δεν έκαναν ούτε απόπειρα να απελευθερώσουν και να αποκαταστήσουν τις χιλιάδες των στρατιωτών και αξιωματικών, πολεμιστών της Αλβανίας, της Ανατολικής Μακεδονίας, της Κρήτης, του Ελ Αλαμέιν, που εξοντώνονταν στην έρημο.
Το χειρότερο είναι ότι το άρθρο 3, που αμνηστεύει τα πολιτικά αδικήματα, ήταν έτσι διατυπωμένο που άφηνε εκτεθειμένους όλους τους αγωνιστές στον κίνδυνο να χαρακτηρισθούν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου και δεν έθιγε τους πολιτικούς ηγέτες, που καθόριζαν την γραμμή και την πρακτική δράση των κατώτερων οργανώσεων και των αγωνιστών. Αυτοί που ήσαν οι ηθικοί αυτουργοί κάθε πράξης και υπεύθυνοι και για τις παρεκτροπές ακόμα που μπορούσαν να έχουν γίνει, σαν αποτέλεσμα κακής πολιτικής, οργάνωσης και καθοδήγησης αμνηστεύονταν. Αυτό δημιούργησε ένα σοβαρό ηθικό ζήτημα και μια διάσταση ανάμεσα στην ηγεσία και τους αγωνιστές που έμειναν ακάλυπτοι και ανυπεράσπιστοι στη διάθεση των ίδιων δημίων, που στην κατοχή κατακρεουργούσαν τον λαό μαζί με τα χιτλερικά κτήνη των SS.

Γιάλτα και Βάρκιζα
Η ιστορική σύμπτωση θέλησε να συμπέσουν οι ανακοινώσεις των αποφάσεων δυο συνδιασκέψεων: της συνδιάσκεψης των αρχηγών των τριών μεγάλων συμμάχων, που έγινε στη Γιάλτα της Σοβιετικής Κριμαίας και της συνδιάσκεψης της Βάρκιζας, που στις εξωτερικές εκδηλώσεις της παρουσιαζόταν σαν εσωτερική ελληνική υπόθεση ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια συνάθροιση γραικύλων και οπορτουνιστών για την επισημοποίηση της αγγλικής πολιτικής, κάτω από τη σκιά των τανκς και των αεροπλάνων.
Οι αποφάσεις της Γιάλτας, λογική προέκταση των αποφάσεων το Ατλαντικού, της Μόσχας και της Τεχεράνης, στο μεγάλο ζήτημα του πολέμου καθόριζαν τη συντριβή του χιτλερικού τέρατος μέσα στην ίδια τη φωλιά του. Στο πολιτικό θέμα υπόσχονταν την εκμηδένιση και του τελευταίου ίχνους του φασισμού. Συγκεκριμένα η απόφαση της Γιάλτας διακήρυχνε: «... η εγκαθίδρυση της τάξης στην Ευρώπη και η αναδιοργάνωση της εθνικής οικονομικής ζωής, πρέπει να επιδιωχτεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορέσουν οι απελευθερωμένοι λαοί να εκμηδενίσουν τα τελευταία ίχνη του χιτλερισμού και του φασισμού και να δημιουργήσουν δημοκρατικούς θεσμούς, σύμφωνα με τις αρχές του χάρτη του Ατλαντικού, που εγγυώνται το δικαίωμα όλων των λαών να εκλέγουν τη μορφή της διακυβέρνησής τους. Πρέπει να εξασφαλιστεί η αναστήλωση του κυριαρχικού δικαιώματος της αυτοκυβέρνησης στους λαούς που στερήθηκαν το δικαίωμα αυτό με τη βία από τα επιθετικά κράτη». Για την πραγματοποίηση των μεγάλων αυτών σκοπών διακήρυχναν πως: «... οι τρεις κυβερνήσεις θα βοηθήσουν από κοινού τους λαούς, σε οποιοδήποτε απελευθερωμένο κράτος της Ευρώπης ή κράτος άλλοτε δορυφόρο του άξονα, όπου κατά τη γνώμη τους απαιτήσουν οι συνθήκες. Και συγκεκριμένα η βοήθειά τους θα αποβλέπει: α) Να εξασφαλίζεται η εσωτερική ειρήνη, β) Να λαμβάνονται τα επείγοντα μέτρα για την παροχή βοήθειας στους λαούς που υποφέρουν, γ) Να εγκαθίστανται προσωρινές κυβερνήσεις με αντιπροσώπευση όλων των δημοκρατικών στοιχείων του πληθυσμού. Οι κυβερνήσεις αυτές θα είναι υποχρεωμένες όσον το δυνατόν ταχύτερα να διεξάγουν ελεύθερες εκλογές για την ανάδειξη κυβερνήσεων που ν’ ανταποκρίνονται στη θέληση του λαού, δ) Οι τρεις κυβερνήσεις θα συμβάλουν – όπου θα παρίσταται ανάγκη – στη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών "
Τον ίδιο καιρό που υπογράφονταν οι αποφάσεις που έβαζαν τέρμα στις ελπίδες των νεοφασιστών και ιμπεριαλιστών να μείνουν κυρίαρχοι στην Ευρώπη και σ’ όλο το κόσμο, στη Βάρκιζα, στο όνομα πάλι του καταστατικού Χάρτη του Ατλαντικού και της συμφωνίας της Τεχεράνης, διακηρύχτηκε «... ο σεβασμός της πολιτικής συνειδήσεως των πολιτών, η ειρηνική διαφώτισις και διάδοσις πολιτικών ιδεών και ο σεβασμός προς τας ελευθερίας...». Στην πραγματικότητα, κάτω από τις διακηρύξεις κρυβόταν η μοναδική απαίτηση: Να αφοπλιστεί ο λαός και να μείνουν οι βρετανικές δυνάμεις στην Ελλάδα τόσο καιρό, όσος χρειάζεται να εξοπλιστεί η αντίδραση και να στερεωθεί το μοναρχοφασιστικό καθεστώς.
Ο Γ. Σιάντος όπως είδαμε στο απόσπασμα από το βιβλίο του Λήπερ, αρνούνταν να υπογράψει. Μετά την υπογραφή, όμως της συμφωνίας «κατέρρευσε»! Στους ανταποκριτές του ξένου τύπου, που τον είχαν πολιορκήσει και ζητούσαν να πληροφορηθούν από πρώτο χέρι για τις επιδιώξεις και τις προοπτικές του ΚΚΕ και του εαμικού κινήματος δήλωσε κατηγορηματικά: «Είμαστε ευχαριστημένοι για την υπογραφή της Συμφωνίας και πιστεύουμε ότι ολόκληρος ο ελληνικός λαός είναι επίσης ευχαριστημένος, πλην εννοείται ελαχίστων που έχουν συμφέροντα κομματικά και πολιτικά». Και παρακάτω για τα βρετανικά στρατεύματα που θα μέναν στην Ελλάδα είπε: «Γνωρίζουμε ότι τα βρετανικά στρατεύματα βρίσκονται στην Ελλάδα για στρατιωτικούς λόγους. Τη σύγκρουση των Άγγλων και των δυνάμεων του ΕΛΑΣ τη θεωρούμε ως ατυχή σύγκρουση που πέρασε και θα ξεχαστεί. Μα αν οι σύμμαχοι αποφάσισαν να διατηρήσουν εδώ αγγλικό στρατό εμείς λέμε ότι αυτό είναι το συμφέρον και της Ελλάδας, γιατί ότι είναι το συμφέρον των συμμάχων είναι και το συμφέρον της Ελλάδας». [Ριζοσπάστης 16/2/45].
Ακόμα και οι βανδαλισμοί και οι βιασμοί που έκαναν οι Άγγλοι στη διάρκεια των Δεκεμβριανών και δημοσιεύτηκαν στο Ριζοσπάστη εξωραίζονταν και εμφανίζονταν σαν έργα «όχι από αγγλικά, αλλά από αποικιακά στρατεύματα»! Άθλια και εξοργιστική διαστρέβλωση γεγονότων και δικαίωση της πολιτικής της βίαιης αγγλικής επέμβασης.

Πικρία και απογοήτευση
Ο ελληνικός λαός είδε την ένοπλη πάλη του λαού της Αθήνας τη δική του σταθερή απόφαση να ολοκληρωθεί το μεγάλο εθνικό και κοινωνικό έργο του τετράχρονου αγώνα του. Πίστευε ότι είχε τη δύναμη να μην επιτρέψει στους Άγγλους να εγκαθιδρύσουν με όπλα μια δουλική τους κυβέρνηση και ένα καθεστώς που θα ξανάριχνε την Ελλάδα στον προπολεμικό βούρκο της εθνικής, πολιτικής, οικονομικής κοινωνικής αθλιότητας και δυστυχίας.
Η εκκένωση της Αθήνας θεωρήθηκε σαν μια προσωρινή τακτική ήττα και η ανακωχή σαν αναγκαίος ελιγμός, για αναδιοργάνωση και συγκέντρωση των κύριων δυνάμεων του αντάρτικου ΕΛΑΣ, που μετά τη συντριβή των Ζερβικών δυνάμεων, έσπευδαν στο χώρο γύρω από την πρωτεύουσα. Με την ελπίδα γρήγορης αντεπίθεσης, παρόλη τη σύγχυση και τις δυσκολίες που προκλήθηκαν από τη συγκέντρωση μεγάλου όγκου λαού και στρατού στις ελεύθερες περιοχές Ρούμελης και Θεσσαλίας, δε σημειώθηκε απογοήτευση. Υπήρχε ο ΕΛΑΣ, ο εμπειροπόλεμος, σχετικά καλά εξοπλισμένος, με άξια επιτελική και επιχειρησιακή ηγεσία. Υπήρχαν τα εκατομμύρια των οργανωμένων στο ΕΑΜ, την ΕΠΟΝ, την ΕΑ, το ΕΕΑΜ, το ΚΚΕ και σ’ όλα τα πολιτικά κόμματα που συγκροτούσαν το ΕΑΜ. Υπήρχε ελεύθερη Ελλάδα στα 3/4 της χώρας, με τη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, τη Λαϊκή Δικαιοσύνη, τη Λαϊκή της Πολιτοφυλακή. Το λαϊκό κίνημα είχε απεριόριστη βάση στρατολογίας μαχητών, σημαντικές ποσότητες τροφίμων και δυνατότητες έστω και στοιχειώδικου ανεφοδιασμού για όλη την περίοδο, μέχρι τη νέα σοδειά. Είχε τη συμπαράσταση όλων των λαών της Ευρώπης, που στην αιματηρή επίθεση των Άγγλων κατά της Αθήνας είδαν τον άμεσο μεταπολεμικό κίνδυνο που απειλούσε τη δική τους ανεξαρτησία. Είναι πολύ χαρακτηριστική η συμπαράσταση του αμερικάνικου λαού, που εκφράστηκε με το τηλεγράφημα της Δημοκρατικής νεολαίας του προς την ΕΠΟΝ: «Σεις η ελληνική νεολαία πολεμάτε σήμερα σαν πολίτες ολόκληρης της ανθρωπότητας. Έλληνες πατριώτες! Κερδίζετε τον δικό μας αγώνα. Βρισκόμαστε στο πλευρό σας. Η ανθρωπότητα ολόκληρη θα θυμάται τη δική σας πάλη. Ζήτω η ελευθερία!». [Γ. Ζεύγος: «Η λαϊκή αντίσταση του Δεκέμβρη», σελ. 64]. Οι νικητές της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η πιο μεγάλη έμπρακτη συμπαράσταση στον αγώνα του λαού μας. Τέλος το λαϊκό κίνημα, παρόλες τις περιορισμένες δυνατότητες και τις ειδικές δυσκολίες που δημιουργούσε για τα νεαρά λαϊκοδημοκρατικά καθεστώτα η εμπλοκή σε εχθρικές ενέργειες ενάντια στη Μεγάλη Βρετανία, μπορούσε και έπρεπε να υπολογίζει στην ηθική και υλική ακόμα συμπαράσταση των γειτονικών χωρών.
Η ελληνική πλουτοκρατία –το αντιλαϊκό στρατόπεδο – κείνη την περίοδο, βρισκόταν στο έσχατο σημείο της απομόνωσης και περιφρόνησης από τις λαϊκές μάζες. Δικές της στρατιωτικές δυνάμεις, άξιες να προασπίσουν το άθλιο καθεστώς της υποτέλειας δεν διέθετε. Τα εκτεθειμένα για συνεργασία με τον εχθρό Σώματα Ασφαλείας, με τα υπολείμματα των δυνάμεων τους, όπως και οι πραιτοριανοί της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, δεν αποτελούσαν πολεμική δύναμη. Η στρατολογική της βάση, και μετά την ανακωχή και την επέκταση της αγγλικής κατοχής, ήταν πολύ περιορισμένη. Μια τακτική πρόσκληση ηλικιών, θα έφερνε στο στρατό της αγγλοκίνητης κυβέρνησης δυνάμεις βασικά εχθρικές, ή όχι αφοσιωμένες στους Άγγλους και το καθεστώς. Η αξιοποίηση των ταγματασφαλιτών και των κάθε μορφής γερμανοοπλισμένων εθνοπροδοτών των λεγόμενων «δυναμικών εθνικών οργανώσεων», μόνο την εχθρότητα και το μίσος του λαού θα δυνάμωναν. Σε σοβαρή ανάπτυξη των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων τόσων, δηλαδή, που να μπορούν να συνεχίσουν πόλεμο για την κατάκτηση όλης της Ελλάδας, δε μπορούσαν να υπολογίζουν τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα που ήταν γαντζωμένες στην Ιταλία. Η οικονομία των πολεμικών μετώπων και η ακάθεκτη προέλαση του Κόκκινου Στρατού, υποχρέωναν τα αγγλοαμερικανικά επιτελεία να συγκεντρώσουν μεγαλύτερες δυνάμεις στα μέτωπα που κρατούσαν, για να αποφύγουν πολεμικές συμφορές και ακόμα να προλάβουν το Σοβιετικό Στρατό σε όσο μπορούσαν περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Τέλος οι βαθύτατες, ιστορικές, αλλαγές που είχαν συντελεστεί, από τη μια μεριά δημοκρτικοποιούσαν ολόκληρο τον κοινωνικοπολιτικό οργανισμό των χωρών της Ευρώπης και από την άλλη εξόντωναν αλύπητα το φασισμό και το δοσιλογισμό. Μείωναν έτσι σε σοβαρό βαθμό την ηθική δύναμη αντίστασης των δυνάμεων που θέλαν να ξαναφέρουν την Ελλάδα στον προπολεμικό βούρκο της εθνικής, πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής αθλιότητας και δυστυχίας.
Τέτοια ήταν η κατάσταση το πρώτο δεκαήμερο του Φλεβάρη 1945 και τέτοιος ήταν ο συσχετισμός των δυνάμεων διεθνώς και στην Ελλάδα. Τί περισσότερο ήθελε η ηγεσία του λαϊκού επαναστατικού κινήματος για να διατηρήσει την αισιοδοξία της, να μην πανικοβληθεί από μια τακτική στρατιωτική ήττα στην πρωτεύουσα; Μπορούσε και έπρεπε να εκμεταλλευτεί την ανάπαυλα της ανακωχής για να συγκεντρώσει και να αναδιοργανώσει τις πολεμικές και λαϊκές δυνάμεις του κινήματος και να απαιτήσει σεβασμό των λαϊκών κατακτήσεων, της ανεξαρτησίας και της ελεύθερης πορείας προς την αναγέννηση της χώρας. Κι αν αυτό δεν το δεχόταν η ξένη και ντόπια αντίδραση, να συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι το νικηφόρο τέλος του και την εγκαθίδρυση της λαοκρατίας.
«... Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, έγραφε ο Ζεύγος, είχαν στη διάθεσή τους 50.000 στρατό φανατισμένο και έτοιμο να συνεχίσει τον αγώνα. Όμως συνέχιση του πολέμου σήμαινε πλήρη καταστροφή των Ελληνικών πόλεων και χωριών. Ο στρατηγός Σκόμπυ ήταν έτοιμος να επεχτείνει τον ολοκληρωτικό πόλεμο, που εφάρμοσε στην Αθήνα. Και το ΕΑΜ πήγε στη Βάρκιζα για να μη συνεχιστεί ο πόλεμος και εξοντωθεί ο Ελληνικός λαός...». Καταπληκτική λογική οπορτουνιστών. Η αναπάντεχη αναγγελία της συμφωνίας της Βάρκιζας, πριν ακόμα γίνει γνωστό το περιεχόμενο, προκάλεσε γενική ανησυχία και αναταραχή μόνο από το γεγονός ότι ο ΕΛΑΣ θα έπρεπε αμέσως να αφοπλιστεί και να διαλυθεί. Οι διαβεβαιώσεις της ηγεσίας του επαναστατικού κινήματος πως η συμφωνία της Βάρκιζας ήταν «πολιτική πράξη» που μπορεί να καταχωρηθεί στις επιτυχίες του κινήματος, γιατί έβαζε τέρμα στον πόλεμο που μπορούσε να σταθεί εξοντωτικός για το λαό και κατοχύρωνε «ελεύθερο πολιτικό βίο, ομαλότητα και τάξη» στην χώρα, δεν έπειθαν τον ελληνικό λαό και τους αγωνιστές. Σκληρές ιστορικές και πρόσφατες εμπειρίες είχαν συσσωρευτεί και συνειδητοποιηθεί από πλατύτατα λαϊκά στρώματα και όχι μόνο από την πρωτοπορία του εργατικού και λαϊκού κινήματος: Τα όπλα εξασφαλίζουν ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία στους λαούς και τις προϋποθέσεις για να μπορέσουν να διαμορφώσουν καλύτερη και δικαιότερη ζωή.
Η πικρία και αναταραχή που δημιούργησε η συμφωνία της Βάρκιζας άνοιγαν ένα χάσμα ανάμεσα στο λαό και την ηγεσία του. Η παγερή υποδοχή της αντιπροσωπείας στο γυρισμό της στις 15 του Φλεβάρη από τη Βάρκιζα το έδειχνε. Ο λαός βουβός και κατσουφιασμένος άκουγε τον Παρτσαλίδη. Υποχρεώθηκε ο Σιάντος να πάρει το λόγο για να καθησυχάσει τα πνεύματα: «... Πολεμήσαμε τους κατακτητές για να απελευθερωθούμε και όταν μετά την απελευθέρωση αντιληφθήκαμε ότι οι ελευθερίες μας κινδυνεύουν και πάλι δεν διστάσαμε να δείξουμε στους βρυκόλακες, ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε νέο ζυγό...». Και παρακάτω είπε: «Θα αγωνιστούμε για να κατοχυρωθούν οι δημοκρατικοί θεσμοί, που έχουν σημασία για την ανοικοδόμηση της καταστραμμένης χώρας μας. Γιατί οι δικτάτορες, ανοιχτοί ή καμουφλαρισμένοι, θα κάνουν ανοικοδόμηση της πορτοφόλας και όχι της χώρας ...». [«Ελεύθερη Ελλάδα» 16-2-45].
Τα διφορούμενα λόγια του γραμματέα του ΚΚΕ φαίνεται πως δεν είχαν το αποτέλεσμα που περίμενε η ηγεσία και άρχισαν αμφιβολίες μέσα στις ίδιες τις γραμμές της όχι για την ορθότητα της απόφασής της, που την θεωρούσε μοναδική λύση, αλλά για τη δυνατότητα επιβολής της στους κομμουνιστές και τους αγωνιστές. Έπρεπε, λοιπόν, να εξαπατηθούν ακόμα μια φορά οι αγωνιστές και να πειθαρχήσουν. Το έργο αυτό το ανέλαβε ο πονηρός Ιωαννίδης, που πάντα υπαγόρευε και επέβαλε τη γραμμή του, ενώ την προβολή και την πρακτική εφαρμογή της τη φόρτωνε στον Σιάντο. Με κρυπτογραφημένο ραδιοτηλεγράφημα στις 15-2-45, προς όλες τις κομματικές οργανώσεις, που για μεγαλύτερο κύρος για το Πολιτικό Γραφείο υπόγραφε ο ίδιος, προσπάθησε να καθησυχάσει τα στελέχη και να τα οπλίσει με επιχειρήματα που θα μπορούσαν να πείσουν τους κομμουνιστές και τους αγωνιστές πως δεν πρόκειται για συνθηκολόγηση χωρίς όρους, αλλά για έναν τακτικό ελιγμό, αναγκαίο και απαραίτητο, για κείνη την περίοδο, που ο συμμαχικός πόλεμος συνεχιζόταν. Και ότι, αν οι αντίπαλοι του λαού θελήσουν να παραβιάσουν τους όρους της συμφωνίας της Βάρκιζας, θα μας βρουν πανέτοιμους να ξαναπάρουμε τα όπλα, που φυσικά θα τα έχουμε εξασφαλίσει.

Επικυρώνεται η συμφωνία της Βάρκιζας
Στις 14 Φλεβάρη η ΚΕ του ΕΜ σε συνεδρίασή της, με εισήγηση του Παρτσαλίδη και έκθεση του Σιάντου, επικύρωνε ομόφωνα τη συμφωνία και ενέκρινε τη δράση της αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις της Βάρκιζας. Δεν μπορέσαμε να βρούμε στοιχεία για την επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε ο Παρτσαλίδης στη συνεδρίαση. Αν όμως κρίνουμε απ’ όσα είπε ύστερα από πέντε και πάνω χρόνια, στη 7η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Μάης 1950), δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως θεωρούσε την υπογραφή της συμφωνίας «επιτυχία». Συγκεκριμένα δικαιολογούσε την υπογραφή του με το επιχείρημα πως: «... εκείνον τον καιρό που υπογράψαμε τη συμφωνία της Βάρκιζας δεν είχαμε απαλλαχτεί από τη θεωρία πως στις συνθήκες της Ελλάδας δεν μπορούσαμε μόνοι μας να τα βγάλουμε πέρα, αφ’ όσον η διεθνής κατάσταση δεν είναι ευνοϊκή για πιο αποφασιστική υποστήριξη από το εξωτερικό...» [Πραχτικά 7ης ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ].
Υπάρχει όμως στα αρχεία της ΚΕ του ΚΚΕ η "Ελεύθερη Ελλάδα" της 15ης Φλεβάρη 1945, που δημοσιεύει περίληψη του λόγου του Γ. Σιάντου: "Η συμφωνία που υπογράψαμε πρέπει να εξετασθεί στο σύνολό της. Πρέπει να μπούμε στην ουσία του ζητήματος. Μπροστά μας έμπαινε ή να κλείσουμε συμφωνία ή να συνεχιστεί ο ένοπλος αγώνας. Η σταθερή απόφασή μας ήταν να τερματίσουμε τον ένοπλο αγώνα και να οδηγήσουμε τη χώρα στην ειρήνευση ... ξεκινώντας για τις διαπραγματεύσεις, είχαμε συμφωνήσει ότι η συνέχιση του ντουφεκιού θα ήταν η έσχατη ανάγκη. Δηλαδή, αν μας ζητούσανε να παραδώσουμε το λαό άνευ όρων δεν θα το δεχόμασταν. Η συμφωνία που πραγματοποιήθηκε δεν είναι παράδοση χωρίς όρους. Είναι μια συμφωνία ούτε όπως την ήθελε ο λαός, ούτε όπως την ήθελε η δεξιά. Ό,τι μπορούσαμε να επιτύχουμε για το λαό το επιτύχαμε. Παραπάνω θα εσήμαινε ρήξη"
Μεταπολεμικά κριτικό ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ θέλησε να συνδέσει την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας με τις συμβουλές του «Παππού». Ο Παρτσαλίδης για να δικαιολογήσει την οπορτουνιστική πολιτική δράση της ηγεσίας του ΚΚΕ, που ήταν μέλος της, επικαλέστηκε υπόδειξη του Δημητρώφ και έμμεσα της ηγεσίας του ΚΚΣΕ, να σταματήσει δήθεν η ένοπλη πάλη του ελληνικού λαού, να αφοπλιστεί και να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ. Αλλά τον περίμενε μια απογοήτευση.
Η άποψη ότι η συμφωνία της Βάρκιζας ήταν σωστή πολιτική πράξη επικρατούσε στην ηγεσία του ΚΚΕ μέχρι τα μέσα του Μάη 1949.
Ο Ν. Ζαχαριάδης, αμέσως μετά το γυρισμό του από το Νταχάου στην Ελλάδα, υποστήριξε επίμονα πως η γραμμή του ΕΑΜ σ’ όλη την κατοχή ήταν σωστή και ειδικά τη συμφωνία της Βάρκιζας τη θεωρούσε σωστή πολιτική πράξη. Ήταν έλεγε, απαραίτητος ελιγμός για την ανασυγκρότηση των λαϊκών και δημοκρατικών δυνάμεων. Ο ΕΛΑΣ όπως ήταν ιδεολογικοπολιτικά αποπροσανατολισμένος, έλεγε ο Ζαχαριάδης, δεν μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο με του Άγγλους και έξω από την Αθήνα. Θα συντριβόταν το Κόμμα, και το λαϊκό κίνημα θα πάθαινε ανεπανόρθωτη καταστροφή. Από μια τέτοια ήττα, μας έσωσε η Βάρκιζα. Σε άρθρο του, που έστειλε στο όργανο της Κομινφορμ, το Δεκέμβρη του 1947, δίπλα στις άλλες λαθεμένες απόψεις και θέσεις που είχε, υποστήριζε πως η συμφωνία της Βάρκιζας ήταν σωστή πολιτική πράξη. Ίσως για το λόγο αυτό καθυστέρησε η δημοσίευση του ολόκληρο χρόνο.
Το ίδιο υποστήριζε η ΚΕ του ΚΚΕ μέχρι τα μέσα του Μάη 1950, οπότε, εντελώς αναπάντεχα και ανεξήγητα για τους κομμουνιστές η συμφωνία αυτή καταδικαζόταν από την 7η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (14-18 Μάη 1950), φτάνοντας μέχρι του σημείου να την χαρακτηρίσει προδοσία.
Τί μεσολάβησε για να γίνει μια τόσο μεγάλη ανατροπή της εκτίμησης της συμφωνίας της Βάρκιζας, ύστερα από πέντε και περισσότερα χρόνια;
Επειδή η καταδίκη της Βάρκιζας συνέπεσε με την καθαίρεση του πιο στενού συνεργάτη του Ζαχαριάδη, του Δ. Παρτσαλίδη, που είχε υπογράψει την συμφωνίας εκείνη, θεωρήθηκε από τους κομμουνιστές σαν μια ακόμα αυθαιρεσία του Ζαχαριάδη, που για να εξοντώσει ακόμα ένα ηγετικό στέλεχος που έθεσε σε αμφιβολία το «αλάθητό» του, αρπάχτηκε από τη συμφωνία της Βάρκιζας. Στην πραγματικότητα έγινε κάτι πολύ διαφορετικό. Το αποκάλυψε ο Ζαχαριάδης στην 7η ολομέλεια, αλλά κρατήθηκε μυστικό. Πρόκειται για μια επέμβαση του ΚΚΣΕ και του Στάλιν προσωπικά.
Συγκεκριμένα ο Ζαχαριάδης, την εισήγησή του στην 7η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Μάης 1950), άρχισε έτσι: «Στις αρχές του Γενάρη μας κάλεσαν στη Μόσχα μαζί με τον σ. Παρτσαλίδη. Εκεί είδαμε του σ. Στάλιν Μολότωφ, Μαλένκωφ και Σούσλωφ. Αφορμή για την πρόσκληση έδωσε το γεγονός ότι η καθοδήγηση του Αλβανικού Κόμματος Εργασίας έθεσε στο ΒΚΠ(μπ.) μια σειρά από ζητήματα της γραμμής του ΚΚΕ που τα θεωρούσαν εσφαλμένα...». Η εισήγηση παραπέρα αναφέρθηκε σε μια σειρά από λάθη του ΚΚΕ στη διάρκεια της κατοχής για τα οποία ο Ζαχαριάδης παραδέχτηκε πως «... δεν μπορεί να είναι ανεύθυνος γιατί ... αυτά τα κάναν οι συνεργάτες του που βοήθησε κι αυτός στη δημιουργία και στην ανάδειξή τους...».
Στη συνέχεια είπε: «Περνώ στη συμφωνία της Βάρκιζας. Εδώ σύντροφοι, θα πρέπει καθαρά, ντόμπρα, παστρικά να πούμε ότι η Βάρκιζα ήταν λάθος ... Ήταν λάθος γιατί εμείς συνθηκολογήσαμε μπροστά στον εχθρό και κάναμε τέτοια συμφωνία που δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του κινήματος ... Σήμερα εδώ ακολουθώντας και τη γνώμη του σ. Στάλιν και του ΒΚΠ(μπ.) θα πρέπει να βγάλουμε και το τελικό συμπέρασμα: ότι, δηλαδή, η συμφωνία της Βάρκιζας ήταν λαθεμένη ...».
Και παρακάτω ο Ζαχαριάδης είπε: «... Εμείς κάναμε μια συνθηκολόγηση αντί για συμφωνία, και αυτού βρίσκεται το λάθος. Τα όπλα δεν έπρεπε να τα παραδώσουμε, όχι μόνο να τα κρύψουμε. Και πολιτικά το γεγονός της παράδοσης των όπλων ήταν ένας αφοπλισμός πολιτικός, ιδεολογικός, που είχε σοβαρό αντίχτυπο στον κόσμο μα και είχε τις αρνητικές συνέπειες και στο κατοπινό ξεκίνημα ...».
Και αμέσως παρακάτω ο Ζαχαριάδης έκανε έναν ακατανόητο αφορισμό: «Η Βάρκιζα ήταν λάθος. Σημαίνει αυτό ότι τότε είχαν δίκιο οι τροτσκιστές, ο προβοκάτορας Πετσόπουλος και ο Μιζέριας (σ.σ. Άρης Βελουχιώτης) που δεν θέλαν καμιά συμφωνία και συνιστούσαν μόνο πόλεμο; Όχι όλοι αυτοί οι εχθροί του ΚΚΕ δεν είχαν δίκιο γιατί αυτοί μας σπρώχναν στην καταστροφή...».
Το παραπάνω απόσπασμα δεν ανταποκρίνονταν στην υπόδειξη που έκανε ο Στάλιν, όπως φαίνεται από τα εξής αποσπάσματα της ομιλίας του Δ. Παρτσαλίδη, στην ίδια ολομέλεια: «Χτες το βράδυ στο ΠΓ –έλεγε ο Παρτσαλίδης- μου έγινε σύσταση: Στο θέμα που συζητάμε να μην αναφέρω ότι άκουσα στις 3 συσκέψεις της Μόσχας όπου μας έγιναν οι υποδείξεις του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Όμως, έτσι όπως μπήκανε τα ζητήματα, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά ...»
Και ο Παρτσαλίδης προχώρησε: «Έγιναν τρεις συσκέψεις. Σ’ αυτές οι σύντροφοι αλβανοί έκαναν μια αυστηρή κριτική –τη χαρακτηρίσαμε κριτική με κάποιο πάθος- για όλη τη δράση του Κόμματος. Διατύπωσαν την κατηγορία ότι οι σ. Ζαχαριάδης, Ιωαννίδης και Παρτσαλίδης αποτελούνε μια κλίκα στην καθοδήγηση του Κόμματος, που κρύβουν αμοιβαία τα λάθη τους, χαρακτηρίζοντας άλλους τροτσκιστές, ακριβώς για να κρύψουν τα δικά τους λάθη...». «Όσον αφορά τα προβλήματα της δράσης του Κόμματος, που έβαλαν οι σ. Αλβανοί και έγινε συζήτηση, στις συσκέψεις διατυπώθηκε η παρακάτω γνώμη του Μπολσεβίκικου Κόμματος: Πρώτο ζήτημα: Η συμφωνία της Βάρκιζας. Ο σ. Στάλιν είπε: Ήτανε λάθος δεν έπρεπε να παραδώσετε τα όπλα. Όταν ο σ. Ζαχαριάδης ανέφερε, ότι δεν παραδώσαμε όλα τα όπλα και εγώ ότι πολεμήσαμε στην Αθήνα και ότι είχαμε και την υπόδειξη του σ Δημητρώφ για συμφωνία [πρόκειται για το τηλεγράφημα του Σπυριδόνωφ (Κοστώφ) που παραθέσαμε. Η υπόδειξη του Παππού είναι φανερό ότι αφορά μια πολιτική συμφωνία παραδεκτή για επαναστατικό κίνημα και όχι μια συνθηκολόγηση και υποταγή στην αντεπανάσταση όπως ερμηνεύτηκε], ο σ. Στάλιν απάντησε: Έπρεπε να πολεμήσετε έξω από την Αθήνα. Ο σ. Δημητρώφ δεν είναι ΚΕ του Μπολσεβίκικου Κόμματος".

Αποχαιρετιστήριο μήνυμα του ΓΣ του ΕΛΑΣ
Όταν το ΠΓ του ΚΚΕ, χωρίς να συμβουλευτεί καν τα μέλη της ΚΕ, δέχτηκε τη συμφωνία της Βάρκιζας, πέτυχε την επικύρωση της από την ΚΕ του ΕΑΜ και έδωσε τις αναγκαίες εντολές στις καθοδηγήσεις των κομματικών οργανώσεων περιοχών, για πιστή εφαρμογή των όρων της συμφωνίας, θεωρήθηκε πως ήταν πια καιρός να αρχίσει η πρακτική εφαρμογή της. Στις 15 του Φλεβάρη, το βράδυ, το ΓΣ του ΕΛΑΣ πήρε εντολή από την ΚΕ του ΕΑΜ να εκδώσει τις απαιτούμενες διαταγές για την αποστράτευση. Το ΓΣ συμμορφώθηκε, ίσως με ραγισμένη καρδιά, αλλά χωρίς αντίδραση και έστειλε την παρακάτω αποχαιρετιστήριο διαταγή:
«Ημερήσια διαταγή Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ και του ΕΛΑΝ. Ύστερα από τη συμφωνία που υπογράφηκε στις 12 του μηνός ο ένοπλος αγώνας του ΕΛΣ τελειώνει και ο ΕΛΑΣ αποστρατεύεται. Επί τρία σχεδόν χρόνια παλέψατε σκληρά ενάντια στον κατακτητή και με τις θυσίες και τον ηρωισμό σας, παίρνοντας τα όπλα κατά το πλείστον από τον κατακτητή, δημιουργήσατε έναν πραγματικό στρατό, ο οποίος ανάγκασε τους εχθρούς επανειλημμένα να ομολογήσουν την αξία του. Με την πίστη σας, και την αυτοθυσία σας δώσατε στον καταχτητή επανειλημμένα χτυπήματα και τέλος, όταν ύστερα από την προέλαση του Κόκκινου Στρατού στη Βαλκανική αναγκάστηκε να εκκενώσει την πατρίδα μας, σχεδόν μόνοι σας, με συνεχείς επιθέσεις, τον αναγκάσατε να φύγει με μεγάλες απώλειες σε προσωπικό και υλικό και ελευθερώσατε τη χώρα μας. Τα βουνά και οι κάμποι της χώρας μας που είναι γεμάτοι από τάφους των εχθρών και τα συντρίμμια των πυροβόλων, αυτοκινήτων, γεφυριών και άλλου υλικού δείχνουν ότι είναι έργο σας. Εξασφαλίσατε την τάξη και την ασφάλεια σε τέτοιο σημείο ώστε να αποκτήσει ο λαός απόλυτη εμπιστοσύνη. Δώσατε άφθονο το αίμα σας για την επιτυχία της απελευθέρωσης. Να είστε υπερήφανοι για το έργο σας και να έχετε ήσυχη τη συνείδησή σας ότι κάνατε το καθήκον σας προς την πατρίδα. Γυρίζοντας στα σπίτια σας πρέπει να είστε οι καλύτεροι πολίτες και να εξακολουθήσετε ειρηνικά εργαζόμενοι για την ευτυχία σας, την πλήρη αποκατάσταση των λαϊκών ελευθεριών, ώστε να καταστεί δυνατό με την απόφαση του λαού να γίνει η πατρίδα μας κράτος συγχρονισμένο και ευτυχισμένο και πολιτικά πραγματικά δημοκρατικό. Όπως είσαστε καλοί πολεμιστές αποδειχθείτε και καλοί πολίτες. Στους ηρωικούς μας νεκρούς που αιώνια θα περιβάλλονται από τιμή και δόξα κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ. Τα αγαθά του πολέμου στον οποίο έπεσαν μπορεί ως σήμερα να μην ολοκληρώθηκαν, να είμαστε σίγουροι πως θα ολοκληρωθούν και πολύ σύντομα. Αποχαιρετώντας όλους, εμείς που σας διοικήσαμε και παρακολουθήσαμε τους αγώνες σας, εκφράζουμε το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη μας και πιστεύουμε πως στη δοξασμένη ιστορία της Ελλάδας η σελίδα της δικής σας δράσης θα γραφτεί με τα πιο λαμπρά γράμματα. Ζήτω το αδάμαστο έθνος μας. Ζήτω το πιο τρανό δημιούργημά του, ο ΕΛΑΣ μας».
[Σ. Σαράφη. «Ο ΕΛΑΣ» σελ. 612-613].

Ο ΕΛΑΣ αφοπλίζεται: αφοπλίζεται ο ελληνικός λαός
Ο ΕΛΑΣ αφοπλίζεται. Η ηγεσία του ΚΚΕ με περηφάνια διακήρυχνε προς όλες τις κατευθύνσεις πως: «Το ΕΑΜ εξεπλήρωσε έντιμα την υποχρέωσή του, διέλυσε τον ΕΛΑΣ και παρέδωσε τα όπλα του». Και ο Ριζοσπάστης που τότε έβγαινε στα Τρίκαλα, στις 16 του Φλεβάρη, σ’ ένα κύριο άρθρο του με τίτλο «Λεβέντες ελασίτες είσαστε το μέλλον του έθνους», θρηνούσε και προσπαθούσε να δικαιώσει τον οπορτουνισμό της ηγεσίας του ΚΚΕ.
«Ο ΕΛΑΣ –έγραφε- πρέπει να αφήσει τα όπλα. Τώρα ανοίγεται η εποχή των ειρηνικών πολιτικών αγώνων. Το ΕΑΜ θα συνεχίσει από εδώ και μπρος, μέσα στην καινούργια περίοδο, τον αγώνα του επικεφαλής του ελληνικού λαού».
«Δεν έχουμε καμιά διάθεση να το κρύψουμε: Ραγίζει η καρδιά μας ... Γιατί το όπλο που αφήνει ο ελασίτης είναι χίλιες φορές τιμημένο. Είναι παρμένο μέσα στη φωτιά της πάλης από το χέρι του εχθρού. Είναι βαμμένο στο αίμα του γερμανού, του ιταλού, του βούλγαρου κατακτητή... Τέτοιο όπλο δεν το αφήνει χωρίς πόνο, ακόμα και χωρίς δάκρυ ο ελασίτης. Είναι κάτι που ζυμώθηκε με τα καλύτερα χρόνια ζωής του έθνους. Κάτι που ήταν δεμένο με το φλογερό παρόν και με το μεγάλο μέλλον του λαού μας ... Αλλά στον ελασίτη έπεσε παραπάνω ένα πικρό καθήκον, που δεν έπεσε σε κανέναν άλλο αντάρτικο στρατό της Ευρώπης. Το καθήκον να χτυπηθεί με το σύμμαχό του. Το χτύπημα αυτό δεν το θέλησε. Όταν του το επέβαλαν αμύνθηκε σκληρά. Είχε τη συναίσθηση της ιστορικής του ευθύνης, απέναντι σε όλο το λαό μας, απέναντι σε όλους του λαούς της Ευρώπης ... Σήμερα που πρέπει να αφήσει το όπλο του ο ελασίτης σκέφτεται ότι έκανε το καθήκον του ...»
Και το άρθρο τελειώνει έτσι:
« ... Η συμφωνία της Βάρκιζας κατοχυρώνει την ιδεολογική ελευθερία μέσα στις τάξεις του νέου στρατού. Στα χωριά τους και στις πόλεις τους όπου θα μείνουν όσοι ελασίτες δεν ανήκουν στις ηλικίες που θα κληθούν, θα μπουν στην πρώτη γραμμή του δημοκρατικού κινήματος... Ξέρει ποιος είναι ο δρόμος για την αναγέννηση της Ελλάδας. Ξέρει προπαντός ότι ο αγώνας δεν τελείωσε, ότι θα χρειαστεί μια μεγάλη ακόμα και σκληρή προσπάθεια, που θα στεφανωθεί με την πανηγυρική δημοκρατική επιτυχία στο δημοψήφισμα και στις εκλογές. Στον αγώνα αυτόν, που δεν τελείωσε ακόμα, εσείς, ελασίτες, οπλίτες και αξιωματικοί, είσαστε η αποφασιστικότερη πρωτοπορία, η μεγαλύτερη εγγύηση. Τώρα που αφήνεται το όπλο για να περάσετε στην πολιτική πάλη, ο λαός ολόκληρος που σας λάτρεψε σας λέει: Ελασίτες λεβέντες, αγαπημένα παλικάρια, είσαστε το μέλλον του έθνους μας!»
Μέσα στις προκαθορισμένες προθεσμίες παραδόθηκε ο οπλισμός και αποστρατεύτηκαν οι μαχητές και στις Φλεβάρη 1945 ο ΕΛΑΣ έπαψε να υπάρχει.
Παραδόθηκε από τον ΕΛΑΣ ο παρακάτω οπλισμός:
1- πυροβόλα διαφόρων τύπων ................................... 100
2- όλμοι ομαδικοί ..............................................................81
3- όλμοι ατομικό .............................................................138
4- πολυβόλα ....................................................................419
5- οπλοπολυβόλα ........................................................1.412
6- αυτόματα τουφέκια ...................................................713
7- τουφέκια και πιστόλια .........................................48.973
8- τουφέκια αντιαρματικά .............................................57
9- συσκευές ασυρμάτων .................................................17
Το πρωτόκολλο με τις ποσότητες του οπλισμού, που παραδόθηκε στους Άγγλους, ήταν το τελευταίο που μετάδοσε ασύρματος του ΕΛΑΣ και μετά έπαψαν να ακούγονται οι χτύποι του. Ήταν η τελευταία φωνή του ΕΛΑΣ. Χάνοντας ο λαός μας τα όπλα του, έχασε την κύρια δύναμη αντίστασης στην εγκληματική μανία των Άγγλων και των υποτακτικών τους. Η απελευθερωμένη από τον ΕΛΑΣ Ελλάδα παραδόθηκε στο μοναρχοφασισμό. Η νικηφόρα επανάσταση χάθηκε κυριολεκτικά από τα οπορτουνιστικά λάθη της ηγεσίας του ΚΚΕ. Αποδείχτηκε μια μεγάλη αλήθεια: Δεν αρκεί να συγκεντρωθεί, να οργανωθεί και να δραστηριοποιηθεί η συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού για να κερδηθεί μια επανάσταση. Είναι απαραίτητο να υπάρχει μια ηγεσία που να έχει το θάρρος, το θάρρος και ακόμα μια φορά το θάρρος να οδηγήσει αποφασιστικά την επανάσταση μέχρι το νικηφόρο πέρας της.
Τέτοια ηγεσία δεν είχε το επαναστατικό κίνημα της Ελλάδας. Η νικηφόρα επανάσταση του ελληνικού λαού τέλειωσε κατά τον πιο τραγικό τρόπο.

(1) Σημείωση τ.σ.: «Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ» τόμος Ε’, σελ. 326: Το παραπάνω τηλεγράφημα είχε μια περιπέτεια. Στάλθηκε για πρώτη φορά όταν οι μάχες του Δεκέμβρη άρχισαν να σημειώνουν καμπή, όπως φαίνεται από το παρακάτω τηλεγράφημα και την εξήγηση που δινόταν από τον γραμματέα του Μ. Γ. Λεωνίδα.
Αθήνας Σιάντον. Δίνοντας σας τη συμβουλή του Παππού σύγχρονα υπογραμμίζουμε ότι προς το παρόν εφόσον βοήθεια απ’ έξω δεν είναι δυνατή έχετε και αυτό υπόψιν σας στις αποφάσεις σας. Με τις καλύτερες ευχές, Σπυριδόνωφ.
Ελήφθη 20/12/44.
Το ζητήσαμε για πιο μεγάλη ακρίβεια επανάληψη, γιατί μας δόθηκε με άλλο κλειδί και το βγάλαμε με άλλο.
Στα «Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ» υπάρχουν σχετικά σχόλια. Διαβάζουμε: «... το τηλεγράφημα του Παππού (Γκ. Δημητρώφ) και του Σπυριδόνωφ (Τρ. Κοστώφ) με ημερομηνία 19 Δεκέμβρη 1944, ώρα 08:00’ ελήφθη στις 20 του Δεκέμβρη 1944 από τον Λεωνίδα Στρίγγο, μέλος του ΠΓ της ΚΕ και Γραμματέα της επιτροπής περιοχής Μακεδονίας – Θράκης του ΚΚΕ, που κρατούσε αυτή την επαφή. Είχε όμως γίνει κάποιο λάθος στον κώδικα και δεν κατορθώθηκε η αποκρυπτογράφηση του τηλεγραφήματος αυτού. Γι’ αυτό ο Λ. Στρίγγος (Λεωνίδας) το ξαναζήτησε. Η εκ νέου μετάδοση και λήψη του τηλεγραφήματος έγινε στις 15 του Γενάρη του 1945, οπότε και αποκρυπτογραφήθηκε αμέσως και στάλθηκε στο Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ».
Τελευταία, ο ίδιος ο επιμελητής του 5ου τόμου των «Επίσημων Κειμένων» έγραψε ότι, έστω και με «ατέλειες» οι «συμβουλές του Παππού» έφτασαν στην Αθήνα στις 20/12/44 δηλαδή όταν οι μάχες στην Αθήνα είχαν πάρει κακή τροπή για το κίνημα και ότι ο Σιάντος «σκόπιμα το απόκρυψε από το ΠΓ του ΚΚΕ». Η εκδοχή αυτή επαναλήφθηκε και από άλλα, ανώτατα ακόμα, στελέχη του ΚΚΕ. Όποιος ξέρει τον τρόπο που λειτουργούσε ο κομματικός μηχανισμός επικοινωνίας θα απόρριπτε χωρίς συζήτηση τον παραπάνω ισχυρισμό και βαρύτατη κατηγορία ενάντια στον γραμματέα του ΚΚΕ. Τα τηλεγραφήματα περνούσαν τουλάχιστον από δύο στελέχη (κρυπτογράφο και υπεύθυνο του μηχανισμού» πριν φτάσουν στα χέρια του Σιάντου


Θανάση Χατζή "Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε" τόμος Δ' Κεφ. 18 (σελ 351-396)

Δεν υπάρχουν σχόλια: